Ταυτοποίηση
Ο ακριβής προσδιορισμός
(ταυτοποίηση) των ειδών είναι ίσως το πιο κρίσιμο σημείο στη συλλογή των
αυτοφυών μανιταριών. Ατυχώς δεν υπάρχει κανένας γενικός κανόνας
διάκρισης των φαγώσιμων ειδών από τα δηλητηριώδη. Αντιθέτως υπάρχουν
αρκετές λαϊκές δοξασίες, λανθασμένες και άκρως επικίνδυνες. Άκουσα συχνά
από εμπειρικούς συλλέκτες τη σύσταση: «Βρήκες βρακωμένο μανιτάρι (με
δαχτυλίδι δηλαδή) φα’ το, αβράκωτο πέτα το». Αυτός ο κανόνας, όπως και
ένας δεύτερος που λέει ότι «τα μανιτάρια που δεν μελανιάζουν όταν τα
κόψεις είναι φαγώσιμα», εγκρίνουν τους θανατηφόρους Αμανίτες, που και
δακτυλίδι έχουν και χρώμα δεν αλλάζει η σάρκα τους όταν τα κόψουμε...
Λανθασμένες είναι επίσης οι θεωρίες που λένε ότι τα δηλητηριώδη είδη
έχουν οπωσδήποτε πικρή ή καυστική γεύση ή ότι τα είδη που τρώγονται από
έντομα, σαλιγκάρια, χελώνες ή άλλα μικρόζωα είναι ακίνδυνα και για τον
άνθρωπο. Δεν αληθεύουν επίσης οι δοξασίες, που λένε, ότι τα δηλητηριώδη
μανιτάρια μαυρίζουν τα ασημένια κουτάλια που έρχονται σε επαφή μαζί τους
κατά το βράσιμο ή ότι πήζουν το γάλα ή το ασπράδι του αυγού. Είναι
φανερό ότι οι συλλέκτες που εφαρμόζουν αυτές τις μεθόδους, κινδυνεύουν
άμεσα από δηλητηριάσεις. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουμε ότι το βράσιμο, η
ξήρανση ή η κονσερβοποίηση δεν εξουδετερώνουν τις ισχυρές τοξίνες των
θανατηφόρων ειδών. Ο μόνος κανόνας που ισχύει γενικά για τη συλλογή
μανιταριών είναι αυτός που λέει ότι: μαζεύουμε για τροφή μόνο τα είδη
των οποίων τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα.
Η παραμικρή αμφιβολία είναι λόγος απόρριψής τους. Η γνώση λοιπόν των
ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, η εμπειρία και η προσεκτική παρατήρηση,
αποτελούν τις μόνες εγγυήσεις για την ασφαλή αναγνώριση ενός είδους.
Όταν λέμε προσεκτική παρατήρηση, εννοούμε τη λεπτομερή αναζήτηση των
ιδιαίτερων μακροσκοπικών χαρακτηριστικών (μακροσκοπική εξέταση) και τη
σύγκριση αυτών των χαρακτηριστικών με τα δεδομένα της βιβλιογραφίας.
Μερικές φορές απαιτείται η χρήση χημικών αντιδραστηρίων, ενώ σε πολλές
περιπτώσεις είναι απαραίτητη και η εξέταση ορισμένων μικροσκοπικών
χαρακτηριστικών του είδους (μικροσκοπική εξέταση). Ο ξενιστής σε αρκετές
περιπτώσεις αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο που βοηθάει στην ταυτοποίηση
των μυκήτων.
Α)
Μακροσκοπική
εξέταση
Επειδή το μυκηλιακό σώμα (θαλλός) βρίσκεται
συνήθως μέσα στο υπόστρωμα και τις περισσότερες φορές δεν φαίνεται με
γυμνό μάτι, το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στην παρατήρηση του
καρποσώματος.
Τα είδη που έχουν την κλασική μορφή του μανιταριού
με πόδι και καπέλο (σχήμα ομπρέλας), περιγράφονται συνήθως ευκολότερα.
Αρχίζοντας από την παρατήρηση του καπέλου, ελέγχουμε το σχήμα του, που
μπορεί να είναι ημισφαιρικό, κυρτό, επίπεδο, σχεδόν επίπεδο ή κυματιστό,
με ύβο ή με θηλή στο κέντρο, κωνικό, τραπεζοειδές, καμπανόμορφο,
χωνιόμορφο, πιεσμένο ή με βαθούλωμα στο κέντρο, με κυρτή (στραμμένη προς
το πόδι ή προς τα ελάσματα), γυριστή (τυλιγμένη σαν ρολό), ανασηκωμένη ή
προεξέχουσα περίμετρο. Μετά ελέγχουμε την υφή της επιδερμίδας του, που
μπορεί να είναι λεία ή τραχιά, γυαλιστερή, θαμπή, χνουδωτή, βελούδινη,
σκονισμένη, ξερή, ραγαδιασμένη, κολλώδης ή γλοιώδης, παχνώδης,
υγροφανής, διαφανής και γραμμωτή ή αδιαφανής, λεπιδωτή, ινώδης ή με
νιφάδες. Στο γένος Russula-Ερυθρωπή προσέχουμε επίσης το πόσο εύκολα ή
δύσκολα και μέχρι ποιο σημείο ξεφλουδίζεται η επιδερμίδα από τη σάρκα
του καπέλου. Παρατηρούμε το χρώμα της επιδερμίδας σε όλα τα στάδια
ανάπτυξης και επισημαίνουμε τις χρωματικές διαφοροποιήσεις σε υγρό και
ξερό καιρό. Ελέγχουμε αν η επιδερμίδα μεταχρωματίζεται στο άγγιγμα ή
στην περίπτωση που ξυθεί ή πληγωθεί. Εξετάζουμε την περιφέρεια και την
περίμετρο του καπέλου, που μπορεί να είναι ομαλή, κυματιστή, ακανόνιστη,
λοβωτή, με γραμμώσεις ή με ρυτίδες, σχισμένη, με λέπια ή με υπολείμματα
του πέπλου να κρέμονται από αυτή. Μετράμε τέλος τις διαστάσεις του
(συνήθως τη διάμετρο και σπανιότερα το ύψος).
Στη συνέχεια
εξετάζουμε την κάτω υμενοφόρα επιφάνεια του καπέλου που ενδέχεται να
καλύπτεται από ελάσματα, σωλήνες (που καταλήγουν σε πόρους) ή από
αγκαθωτές προεξοχές.
Στην πρώτη περίπτωση ελέγχουμε το χρώμα των
ελασμάτων σε κάθε στάδιο ανάπτυξης, αν μεταχρωματίζονται όταν
πληγώνονται, την πυκνότητά τους, τη σκληρότητά τους και τον τρόπο με τον
οποίο ακουμπούν (αν ακουμπούν) στο πόδι. Σημειώνω εδώ ότι στις
περιπτώσεις που αναφέρουμε αριθμό ελασμάτων εννοούμε μόνο τα τέλεια,
πλήρη ελάσματα, αυτά δηλαδή που ξεκινούν από το πόδι και καταλήγουν στην
περίμετρο του καπέλου.
Στη δεύτερη περίπτωση ελέγχουμε το μήκος
και το χρώμα των σωλήνων σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης και παρατηρούμε
αν μεταχρωματίζονται όταν πληγώνονται. Παρατηρούμε επίσης το χρώμα, το
σχήμα (κυκλικοί, γωνιώδεις, ακανόνιστοι, μακρόστενοι, λαβυρινθώδεις) και
τη διάμετρο των πόρων. Συνήθως μετράμε πόσοι πόροι αντιστοιχούν ανά
χιλιοστό.
Στην τρίτη περίπτωση ελέγχουμε το χρώμα σε όλα τα
στάδια της ανάπτυξης, το μήκος των αγκαθωτών προεξοχών και το κατά πόσο
αυτές κατεβαίνουν στο πόδι.
Στο πόδι ελέγχουμε το σχήμα του
(κυλινδρικό, ροπαλόμορφο, βολβώδες, ευθυτενές, κυρτό, ελικοειδές κτλ.),
το χρώμα του καθώς και αν μεταχρωματίζεται όταν ξυθεί, πιεστεί, πληγωθεί
ή κοπεί, την υφή της επιδερμίδας του (λείο, τραχύ, αλευρωμένο, τριχωτό,
κοκκώδες, ξερό, κολλώδες, γλοιώδες, παχνώδες, λεπιδωτό, ινώδες, με
γραμμώσεις, με αυλακώσεις, με λακκάκια, με δικτυωτή διακόσμηση κτλ.), το
αν είναι κούφιο ή συμπαγές, αν έχει σκληρό περίβλημα, αν είναι
εύθραυστο, ελαστικό, σκληρό ή ξυλώδες, αν έχει δαχτυλίδι, ζώνη
δαχτυλιδιού ή υπολείμματα κουρτίνας, αν αναδύεται μέσα από θήκη, αν
είναι κεντρικό, έκκεντρο ή πλευρικό και, τέλος, αν είναι μεμονωμένο ή
συμφυές (αναδύεται δηλαδή από κοινή βάση μαζί με άλλα).
Μετά
εξετάζουμε τη σάρκα του καπέλου και του ποδιού, που ενδέχεται να είναι
παχιά ή λεπτή, μαλακή ή σκληρή, δερματώδης, κερατώδης, συμπαγής,
σπογγώδης, κούφια, ελαστική, εύθραυστη, χυμώδης κτλ. Παρατηρούμε το
χρώμα της και αν μεταχρωματίζεται όταν έρχεται σε επαφή με τον αέρα.
Στα είδη του γένους Lactarius-Γαλακτίτης εξετάζουμε το χρώμα του
γαλακτώδους υγρού που εκκρίνει η σάρκα τους όταν κοπεί και αν αυτό
μεταχρωματίζεται στην επαφή του με τον αέρα. Η μυρωδιά και η γεύση της
σάρκας είναι σημαντικά στοιχεία για την αναγνώριση των ειδών. Εννοείται
πως, όταν δοκιμάζουμε τη γεύση, χρησιμοποιούμε ένα μικρό κομμάτι της
σάρκας, το οποίο μασάμε για λίγο ώστε να ανιχνεύσουμε τη γεύση του και
μετά το φτύνουμε. Και βέβαια στις περιπτώσεις που τα δεδομένα της
μακροσκοπικής εξέτασης πιθανολογούν περίπτωση θανατηφόρου είδους
αποφεύγουμε κάθε δοκιμή. Έχουμε υπόψη ότι η μυρουδιά και η γεύση είναι
χαρακτηριστικά, που σε αρκετές περιπτώσεις μεταβάλλονται στα διάφορα
στάδια ανάπτυξης.
Τέλος, στο αποτύπωμα των σπορίων φαίνεται το
χρώμα της μάζας των σπορίων, στοιχείο που αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό
μακροσκοπικό χαρακτηριστικό. Για να πάρουμε το αποτύπωμα, αρκεί να
τοποθετήσουμε ένα κομμάτι από την υμενοφόρα επιφάνεια ενός φρέσκου και
ώριμου καρποσώματος πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί ή γυαλί και περιμένουμε
από λίγα λεπτά έως μερικές ώρες. Μπορούμε να επιταχύνουμε την πτώση των
σπορίων αν σκεπάσουμε το κομμάτι του καρποσώματος με ένα ποτήρι.
Η απόχρωση του αποτυπώματος παίζει σημαντικό ρόλο στην ταυτοποίηση των
ειδών του γένους Russula-Ερυθρωπή.
Β)
Χρήση χημικών
αντιδραστηρίων
Μια σειρά από αντιδραστήρια
χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση των μυκήτων, προκαλώντας το καθένα τη
δική του χρωματική αντίδραση σε τμήματα του καρποσώματος. Τα
αντιδραστήρια που συνήθως χρησιμοποιούνται και αναφέρονται περισσότερο
στη βιβλιογραφία είναι:
-Θειικός σίδηρος (FeSΟ4): Διάλυμα 10% σε
νερό. Χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό ειδών που ανήκουν στα γένη
Russula- Ερυθρωπή, Boletus-Βωλίτης, Ramaria-Κλωνωτή κ.ά. προκαλώντας
ποικίλες αντιδράσεις ανάλογα με την περιεκτικότητα της σάρκας σε
υγρασία.
-Υδροξείδιο του αμμωνίου (ΝΗ4ΟΗ): Διάλυμα αμμωνίας 25%
σε νερό. Προκαλεί κόκκινες, κίτρινες ή βιολετιές αντιδράσεις.
-Θειικό οξύ (Η2SΟ4): Διάλυμα 50-60% σε νερό χρωματίζει τη σάρκα
ορισμένων μανιταριών και ιδιαίτερα του γένους Ramaria- Κλωνωτή.
Υδροξείδιο του νατρίου (NaΟH) ή του καλίου (ΚΟΗ): Διάλυμα 10% σε
αποσταγμένο νερό χρωματίζει τη σάρκα ορισμένων μανιταριών και ιδιαίτερα
του γένους Cοrtinarius-Κορτινάριος.
-Σουλφοβανιλίνη: Αποτελείται
από μερικούς κρυστάλλους βανίλιας διαλυμένης σε 2 γραμ. πυκνού θειικού
οξέος (H2SΟ4) και 2 γραμ. αποσταγμένο νερό. Χρησιμοποιείται κυρίως στην
ταυτοποίηση ειδών του γένους Russula-Ρούσσουλα. Μία σταγόνα του
διαλύματος στο πόδι του μανιταριού προκαλεί βιολετιά, γαλαζωπή ή κόκκινη
αντίδραση.
-Φαινόλη: Διάλυμα 2% φαινικού οξέος σε νερό.
Χρωματίζει τη σάρκα μανιταριών που ανήκουν στα γένη Russula- Ερυθρωπή
και Cοrtinarius-Κορτινάριος.
ΠΡΟΣΟΧΗ! Δεν πρέπει να ξεχνάμε τους
κινδύνους από τη χρήση καυστικών, διαβρωτικών και πτητικών
αντιδραστηρίων.
Γ)
Μικροσκοπική
εξέταση
Η μικροσκοπική εξέταση είναι απαραίτητη για την
ταυτοποίηση των περισσοτέρων ειδών και περιλαμβάνει πλήθος μικροσκοπικών
ανατομικών χαρακτήρων (σπόρια, κυστίδια, παραφύσεις, βασίδια, ασκούς,
υφές κ.λπ.) και μικροχημικών αντιδράσεων. Μια σειρά από αντιδραστήρια
χρησιμοποιούνται στην ανίχνευση του αμυλώδους ή δεξτρινώδους
περιεχομένου κυρίως των σπορίων, αλλά και των ασκών (ιδιαίτερα των
καπακιών και των τοιχωμάτων τους), τη χρώση της διακόσμησης των σπορίων,
που διευκολύνει την εξέτασή τους, τη χρώση των κυστιδίων, το περιεχόμενο
των παραφύσεων κ.λπ. Τα σπουδαιότερα μικροχημικά αντιδραστήρια είναι:
-Αντιδραστήριο του Melzer: Αποτελείται από 1,5 γραμ. ιωδίνη (I), 5
γραμ. ιωδιούχο κάλιο (KI), και 100 γραμ. υδροχλώριο ΗCl (chlοral
hydrate) διαλυμένα σε 100 γραμ. χλιαρό αποσταγμένο νερό. Χρησιμοποιείται
για την ανίχνευση του αμυλώδους περιεχομένου κυρίως των σπορίων. Τα
αμυλώδη σπόρια μεταχρωματίζονται γαλαζόμαυρα με την προσθήκη του
αντιδραστηρίου, ενώ τα δεξτρινώδη καστανοκοκκινωπά.
-Congo Red +
NH3: Χρωματίζει κοκκινωπά και κάνει ορατά υαλώδη στοιχεία του
παρασκευάσματος.
-Cοttοn blue-λακτοφαινόλη: Χρησιμοποιείται για
το χρωματισμό των εξογκωμάτων που διακοσμούν την επιφάνεια ορισμένων
σπορίων.
Εκτός από τα μικροχημικά αντιδραστήρια, εξαιρετικά
χρήσιμο σε κάποιες περιπτώσεις αποδεικνύεται και το κεδρέλαιο που κάνει
ορατές ακόμα και τις αμυδρές ακίδες στην επιφάνεια των σπορίων.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι η χρήση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου έδωσε
μεγάλη ώθηση στη μελέτη των μυκήτων, ενώ η εισαγωγή των μοριακών
τεχνικών τα τελευταία χρόνια και η μελέτη των φυλογενετικών σχέσεων
επέφερε επαναστατικές αλλαγές στη συστηματική τους.
Πηγή: Γιώργος Κωνσταντινίδης: Μανιτάρια, φωτογραφικός οδηγός
μανιταροσυλλέκτη