Το Laccaria amethystina Cooke (BK3/228, C1/104, JM976, D181, Jο156, Cο352, P52, Bο146, Δ204, Π63, FAN3/102, Mο104, Κ5-166) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, συνήθως κατά ομάδες, ανάμεσα σε φυλλάδα, σε πεσμένες βελόνες ή σε σάπιο ξύλο, σε δάση πλατυφύλλων και κωνοφόρων, σε ασβεστώδη εδάφη κα παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με αρχικά κυρτό, πιο επίπεδο αργότερα, συνήθως κυματιστό και κοίλο, ελαφρώς χνουδωτό, θαμπό, αμυδρώς λεπιδωτό στο κέντρο, υγροφανές, βιολετί -όταν είναι υγρό-, πιο ξεθωριασμένο, λιλά ή ωχρολευκωπό -όταν ξεραίνεται- καπέλο (διάμ. 1-4 (6) εκ.), με κυρτή για αρκετό διάστημα, πριονωτή και αυλακωτή στην ωριμότητα περίμετρο, λεπτή, ανοιχτόχρωμη βιολετιά σάρκα, μυρωδιά μανιταριού, ήπια γεύση, βιολετιά, πλατιά, παχιά, μάλλον αραιά (20-30), εφαπτόμενα πλατιά ή κατερχόμενα ελαφρώς ελάσματα, με αναστομώσεις στη βάση, με ανώμαλες κόψεις, κυλινδρικό ή ροπαλόμορφο, συνήθως ελικοειδές παρά ευθυτενές, ελαφρώς διογκωμένο στην κορυφή, συμπαγές αρχικά, κούφιο τελικά, ινώδες κατά μήκος, βιολετί, λευκωπό στη βάση πόδι (3-6 (10) x 0,3-0,8 εκ.) και υαλώδη, υποσφαιρικά βασιδιοσπόρια (7,5-10,5 x 7,5-10 μm) με αγκαθωτές προεξοχές μήκους 1,5-2 μm. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)