Το σπάνιο, μη εδώδιμο Leucocoprinus cepistipes (Sowerby) Pat. (=Leucocoprinus cepistipes var. rorulentus (Panizzi) Babos) (BΚ4/246, FN554, scielo.br, FI-176, manitari.gr) καρποφορεί σχεδόν ολόκληρο το χρόνο, κυρίως όμως το φθινόπωρο κυρίως σε τροπικά και υποτροπικά οικοσυστήματα, σε κορμούς δέντρων, στο έδαφος, σωρούς οργανικού λιπάσματος, σωρούς φύλλων, ή υπολείμματα ξύλου, συχνά σε γλάστρες και θερμοκήπια και παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με λευκωπό ή κρεμ, λεπτό, λείο ή κοκκώδες-φλοκάτο καπέλο (3-6 εκ διάμ.) που αργότερα ραγαδιάζει σε ομόκεντρους κύκλους στην κορυφή και κιτρινίζει, ωχροκαφετί ή αργιλοκαφετί κέντρο, γραμμωτή περίμετρο, λευκωπά έως κρεμ ελάσματα που καφετίζουν στην ωριμότητα, σχεδόν λείο, κυλινδρικό ή ροπαλόμορφο πόδι ((3) 4-8 (12) x 0,2-0,4 (0,6) εκ.) που στα φρέσκα, νεαρά βασιδιώματα εκκρίνει σταγόνες και κιτρινοκαφετίζει στο άγγιγμα, λευκό, εύθραυστο, λεπτό δαχτυλίδι με κίτρινες σταγόνες, οσμή που θυμίζει Lepiota cristata με ίχνη φρούτου ή σαπουνιού, γεύση καουτσούκ, ελλειπτικά, λεία, υαλώδη, παχύτοιχα, δεξτρινώδη, κογκόφιλα βασιδιοσπόρια ((7,5) 8-10 (13) x (5,5) 6-7 (8) μm) με εμφανή βλαστητικό πόρο, λεία, υαλώδη, λεπτότοιχα, ροπαλόμορφα, διογκωμένα ή ακανόνιστα λαγηνόμορφα χειλοκυστίδια ((21) 30-60 (108) x 11-15 (17) μm) χωρίς ή με (στην ωριμότητα) λεπτές κυλινδρικές προεξοχές (-20 x 2-3 μm) και δέσμες από στενά λαγηνόμορφα ακραία τμήματα πιλιδιοδερμίδας ((30) 45-90 (100) x (4) 6,5-9 (14) μm) με μακριούς, μερικές φορές ελικοειδείς λαιμούς (x 3-4 μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)