Το Leccinum duriusculum (Schulzer) Singer (=Leccinum duriusculum f. robustum Lannoy & Estadès) G/B267, ΒΚ3/32, Ι/389, FN170, C4/1565, Μ1/72, JM401, D94, Cο1704, P212, Bο40, Mο78, Κ5-285¸ SMJ260, entoloma.nl, LE137 και ως Leccinum duriusculum f. robustum Lannoy & Estadès: LE138) καρποφορεί κάτω από τρέμουσες λεύκες ή ασημόλευκες και παράγει μεγάλα έως πάρα πολύ μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά λείο (entoloma.nl), βελούδινο -όταν είναι ξερό- ή λιπαρό και κολλώδες -όταν είναι υγρό-, γκριζοκαφετί, καφετί ή καστανό, σπανίως καστανοκόκκινο καπέλο (διάμ. 6-12 (35) (-45 στη μορφή Leccinum duriusculum f. robustum Lannoy & Estadès) εκ.) με πλεονάζουσα περίμετρο, τραχιές, γκρίζες λεπίδες που σχηματίζουν ατελές δίχτυ στο ογκώδες πόδι (8-22 x 2-5 εκ.), σχετικά σκληρή σάρκα που μεταχρωματίζεται (ρόδινη > γκριζοκόκκινη > μαυριδερή), ατρακτόμορφα βασιδιοσπόρια ((10) 13-16 (22) x (4) 4,5-5 (7) μm, ΒΚ: 9,2-12,6 x 3,4-4,8 μm, Μ: 10-12,5 x 5 μm, Ι:12,9-15,3 x 4-5,1 μm, G/Β: 12-20 x 4,5-6 μm, C: 13-17 x 5-7 μm, D: 13-17 x 5-6 μm, Mo: 13-17 x 5-6 μm, P: 14,5-16 x 4,5-6 μm, SMJ: (11) 12,5-18 (22) x (4) 4,5-6 (7) μm) και κυλινδρικά στοιχεία πιλιδιοδερμίδας τύπου δερμίδας (entoloma.nl).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Boletales – Βωλιτοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)