Το σπάνιο Leucocoprinus cretaceus (Bull.) Lοcq. (=Leucoagaricus cretaceus (Bull.) M.M. Moser) (C2/401, FAN5/79, FN554, scielo.br) καρποφορεί το φθινόπωρο σε σωρούς οργανικού λιπάσματος, σωρούς υποστρώματος καλλιέργειας μανιταριών (Κ), υπολείμματα ξύλου ή σε λιβάδια και παράγει μικρά έως μέτρια (μεγάλα) βασιδιώματα με κωνικές ή πυραμιδόμορφες τούφες από λευκά ή ωχρά ινώδη λέπια (που εύκολα αποκολλώνται) στο λευκό, ημισφαιρικό, καμπανόμορφο έως σχεδόν επίπεδο καπέλο (3-7 (10) εκ διάμ.), με ή χωρίς ύβο, (K: κιτρινίζει ελαφρώς αν πιεσθεί), λευκά, ελεύθερα ελάσματα, κοκκώδες-ινώδες ή σχεδόν λείο, λευκωπό πόδι ((2) 5-10 (11) x 0,2-1 (1,5) εκ.) που μεταχρωματίζεται ελαφρώς σε κρεμ-κιτρινωπό στο άγγιγμα, μεμβρανώδες (scielo), λεπτό, πρόσκαιρο, λευκό δαχτυλίδι, σάρκα που αποκτά λίγο ή πολύ ωχροκαφετιά απόχρωση στην ωριμότητα ή αν κοπεί, δυσάρεστη οσμή, ελλειπτικά, υαλώδη, λεία, παχύτοιχα, δεξτρινώδη, κογκόφιλα βασιδιοσπόρια ((8) 9-11 (12,3) x (5) 5,5-7 (7,5) μm, Κ-8873: 8-10,2 (12,3) x 5,05-7,05 μm) με εμφανή βλαστητικό σπόρο, ακανόνιστα ροπαλόμορφα, στενά ροπαλόμορφα, ατρακτόμορφα ή διογκωμένα χειλοκυστίδια (30-63 (100) x 7-15 (20) μm) και ιδιαιτέρως ποικιλόμορφα, επιμήκη, διακλαδιζόμενα, μερικά με σχήμα Η, Τ ή (Κ) Υ ακραία τμήματα πιλοδερμίδας (FN: x 5-10 μm, (scielo.br: x 4-9 μm, Κ-8873: x 3,8-9,5 μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο). Εκτός από τους φίλους που προστέθηκαν με ετικέτες μαζί μας ήταν και οι (μη έχοντες λογαριασμό στο fb) Νίκος Γκονέλας (βρήκε πρώτος τα περισσότερα δείγματα), Κώστας Τόλης και Γιώργος Σέτκος.