Το Cortinarius casimiri (Velen.) Huijsman (=Cortinarius casimiri var. hoffmannii (Reumaux) Suár.-Sant. & A. Ortega, Cortinarius decipiens var. hoffmannii Reumaux, Cortinarius hoffmannii (Reumaux) Reumaux, Cortinarius megasporus var. subsertipes (Romagn.) Bon, Cortinarius subsertipes Romagn.) (C4/1818, ΒΚ5/309, FΝ771, Cor-D-37, funghiitaliani.it, funghi-bormio.it και ως Cortinarius casimiri var. hoffmannii: funghiitaliani.it) καρποφορεί από τον Μάιο (funghiitaliani: για το πρώην Cortinarius casimiri var. hoffmannii), κυρίως όμως από τον (Αύγουστο) Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο (Δεκέμβριο) σε δάση κωνοφόρων (ερυθρελάτης), -κυρίως- πλατυφύλλων (οξιάς, δρυός, τσέρου, σκλήθρου κ.ά.) και θαμνότοπους και παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με αρχικα οξύ κωνικό και αργότερα καμπανόμορφο, κυρτό έως σχεδόν επίπεδο, ευκρινώς υβώδες, μερικές φορές τραχύ, αρχικά ινώδες-τριχωτό, μεταξένιο, θαμπό, υγροφανές, καφεκοκκινωπό, γκριζοωχροκαφετί, γκριζοκίτρινο, ωχρό ή γκριζοκαφετί καπέλο ((1) 2-3 (5) εκ. διάμ.) που καφεμαυρίζει σε ΚΟΗ (Cor), μερικές φορές με μαυριδερά στίγματα, με λεπτές, λευκωπές ίνες, ομαλή, οξύληκτη, μερικές φορές ρυτιδωμένη, γραμμωτή ή κυματιστή περίμετρο, αρκετά αραιά, πλατιά, καφεκιτρινωπά, γκριζοκοκκινωπά ή γκριζοκαφετιά, ευρέως εφαπτόμενα ή ελαφρώς κατερχόμενα ελάσματα (24-32) με λευκωπές, ελαφρώς οδοντωτές ακμές, αρχικά βιολετί και αργότερα καφετί ή κόκκινο, ελαστικό, κυλινδρικό, λίγο ή πολύ ριζώδες, μερικές φορές ελαφρώς βολβώδες πόδι (3-8 x 0,2-0,55 εκ.) με λευκωπές ή λευκογκριζωπές ίνες που αργότερα σχηματίζουν ινώδεις ζώνες, μερικές φορές με πρόσκαιρο, ινώδες-μεμβρανώδες δαχτυλίδι, ωχροκαφεκιτρινωπή, με βιολετιά κορυφή και κοκκινωπή βάση, μαλακή σάρκα που καφεμαυρίζει σε ΚΟΗ, αδύναμη, φυτική ή ραφανώδη οσμή, ήπια γεύση και μεγάλα, μετρίως στικτά, ελλειπτικά ή υποκυλινδρικά βασιδιοσπόρια ((9) 10-11,5 (12,3) x (5) 6-7 (7,4) μm, Κ (7197): 8,95-12,5 x 5,35-7,8 μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)