Το μάλλον συνηθισμένο, τοξικό (ΒΚ) Lactarius azonites (Bull.) Fr. (=Lactarius fuliginosus sensu auct.; Lactarius azonites f. virgineus (J.E. Lange) Verbeken, Lactarius fuliginosus f. albipes J.E. Lange, Lactarius fuliginosus var. albipes (J.E. Lange) Bon) (C2/622, Μ6/566, D948, Jο299, Cο1602, P87, G310, Bο96, Βu96, Mο453, Κ3-506, FN89, ΒΚ6-6, FI-1180 και ως Lactarius azonites f. virgineus: FN89) καρποφορεί από τον Μάιο έως το φθινόπωρο, μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων (δρυός, καστανιάς, οξιάς) και πάρκα (FN89) και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με ελαφρώς κυρτό, πιο επίπεδο, κυματιστό ή κοίλο, συχνά με ανασηκωμένη περίμετρο στην ωριμότητα, ξερό και θαμπό, σχεδόν λείο, παχνώδες, ελαφρώς χνουδωτό (με μεγεθυντικό φακό), μονόχρωμο, χωρίς χρωματικές ζώνες, αργιλόχρωμο, γκριζωπό, γκριζοκαφετί, με απόχρωση της καπνιάς ή (πρώην Lactarius azonites f. virgineus) λευκωπό καπέλο (διάμ. (3) 5-7 (9) εκ.), κανονική ή κυματιστή, αδιαφανή περίμετρο, πυκνά, λευκοκρέμ, φιλντισένια, κρεμ-αργιλόχρωμα ή ωχρωπά, εφαπτόμενα ή ελαφρώς κατερχόμενα, μερικές φορές ακανόνιστα ή αναστομούμενα ελάσματα με ομοιόχρωμες, οξύληκτες ακμές, κυλινδρικό, συμπαγές αρχικά, παραγεμιστό αργότερα, ξερό, λευκωπό έως με κρεμ πόδι (3-7 x 0,5-1,5 (2) εκ.), μερικές φορές με στενότερη βάση και ρόδινες ή ωχρωπές (FI), κηλίδες στα πληγωμένα σημεία, λευκωπή αρχικά, ρόδινη σε 1-2 (4) λεπτά αφότου κοπεί, εντόνως πορτοκαλοκοκκινωπή αργότερα σάρκα, αδύναμη μυρωδιά, ήπια ή υπόπικρη γεύση, ήπιο ή ελαφρώς καυστικό, λευκό, γάλα, που δεν μεταχρωματίζεται σε επαφή με τον αέρα, σε επαφή όμως με τη σάρκα ή με τα ελάσματα, μετά από λίγα λεπτά, μεταχρωματίζεται σε ρόδινο και τελικά σε πορτοκαλοκοκκινωπό, πλατιά ελλειπτικά ή υποσφαιρικά βασιδιοσπόρια (7,5-9 x 7,5-8,5 μm) με φύματα που συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν δίχτυ και ωχροκρέμ αποτύπωμα. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Ερυθροειδή- Russulaceae (αδημοσίευτο αρχείο)