Το Russula luteotacta Rea (R1-672, G/R-197, Ι2/294, C3/1076, Μ5/437, JM553, P103, Cο13689, Bο70, Mο444, FΙ-1264, K3-485, ambmuggia.it) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μοναχικά ή κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων (οξιάς, δρυός και γαύρου), ιδιαίτερα σε ασβεστώδη και αργιλώδη εδάφη, συχνά ανάμεσα σε βρύα και φυτά και παράγει μέτρια βασιδιώματα με κυρτό, μερικές φορές με ύβο, κοίλο τελικά, ελαφρώς κολλώδες και γυαλιστερό αρχικά, στεγνό και θαμπό αργότερα, αιματοκόκκινο ή ροδοκόκκινο, πιο ξεθωριασμένο κρεμ στην περιφέρεια καπέλο (διάμ. 3-7 εκ.), με γερά κολλημένη στη σάρκα επιδερμίδα, κυματιστή ή λοβωτή, ομαλή ή ελαφρώς γραμμωτή στην ωριμότητα περίμετρο, πυκνά, λευκωπά ελάσματα είναι που κιτρινίζουν στο άγγιγμα -μετά από λίγα λεπτά- διχαλωτά, αναστομωμένα, με σταγόνες σε πρώιμο στάδιο, εφαπτόμενα ή ελαφρώς κατερχόμενα μερικές φορές, με ομοιόχρωμες, οξύληκτες κόψεις, σχεδόν κυλινδρικό ή ατρακτόμορφο, μερικές φορές έκκεντρο, αρκετά σκληρό και συμπαγές, λευκό πόδι (3-6 x 1-1,8 εκ.) με ρόδινους τόνους κατά περιοχές, παχνώδες στην κορυφή, λείο με κίτρινα του χρωμίου στίγματα αν πιεσθεί, συνεκτική και σκληρή, λευκή, ρόδινη κάτω από την επιδερμίδα σάρκα, αδύναμη μυρωδιά φρούτου, καυστική γεύση, υποσφαιρικά ή αβγόμορφα βασιδιοσπόρια (6,5-8,5 x 5,5-6,6 (7) μm, ambmuggia.it: (7,4) 7,7-9 (9,95) x (5,45) 5,75-6,55 (7,1) µm) με στρογγυλεμένα, σχεδόν μεμονωμένα φύματα, λευκωπό σποριοαποτύπωμα και ατρακτόμορφα ή κυλινδρικά κυστίδια (x (50) 70-90 (100) Χ (6) 8-10 (14,5) μm), μερικά με προέκταση και κυλινδρικές, διαφραγματικές υφές πιλιδιοδερμίδας (2-3,5 (4) μm) ανακατεμένες με φαρδύτερες (4-8 μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Russulaceae (αδημοσίευτο αρχείο)