Russula aurea Pers.Το μάλλον συνηθισμένο, εδώδιμο, Russula aurea Pers. (ΒΚ6/99, R2/1072, FN145, GR/442, Ι2/320, C1/192, Μ2/140, JM539, D897, Jο313, Cο1507, P97, Bο68, Π38, Mο443, Κ3-462 Κ5-216, manitari.hgr) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, συνήθως κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων και -σπανιότερα- κωνοφόρων και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με συνεκτικό, πολύχρωμο, πορτοκαλοκίτρινο-κοκκινοπορτοκαλί καπέλο (διάμ. 4-9 (14) εκ.), εύθραυστα κρεμ-ωχρωπά ελάσματα με κίτρινες κόψεις, λευκό με κίτρινες περιοχές ή μερικές φορές ολόκληρο κίτρινο πόδι, ήπια γεύση, υποσφαιρικά-αβγόμορφα βασιδιοσπόρια ((7) 8-9,5 (10) x (6) 6,5-8 (9) μm) με προεξοχές μήκους 0,6-0,8 μm και εμφανείς συνδέσεις που σχηματίζουν δίχτυ, ωχροκίτρινο σποριοαποτύπωμα, ροπαλόμορφα, 4-σπορα βασίδια (32-50 x 10-14 μm), άφθονα, σουβλερά χειλοκυστίδια (45-100 x 7-12 µm), λίγα, ατρακτόμορφα πλευροκυστίδια (60-90 x 9-12 µm) με προεξέχουσα κορυφή, πιλιδιοδερμίδα από κυλινδρικές, μερικές διακλαδιζόμενες υφές (2,5-5 µm διάμ.) με διαφράγματα και ελαφρώς ζελατινώδη τοιχώματα. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Russulaceae (αδημοσίευτο αρχείο)
Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Κυριακή, 12 Ιουλίου 2015