Το αρκετά συνηθισμένο, μη εδώδιμο Russula albοnigra (Krοmbh.) Fr. (=Russula adusta var. albonigra (Krombh.) Massee, Russula nigricans var. albonigra (Krombh.) Cooke & Quél.) (G/R46, ΒΚ6/87, Ι2/814, G/R46, M5/404, FI-1201, Z374, Co1346, R1-196) καρποφορεί από πεδινά έως ορεινά δάση κωνοφόρων (κυρίως δασικής πεύκης, ερυθρελάτης, ελάτης) και σπανίως πλατυφύλλων (κυρίως καστανιάς αλλά και αριάς, φελλόδρυος, δρυός, οξιάς, γαύρου φουντουκιάς) και παράγει βασιδιώματα με αρχικά λευκωπό καπέλο (5-9 (15) εκ. διάμ.) που γκριζομαυρίζει και τελικά μαυρίζει, (μερικές φορές ροδίζει πρόσκαιρα), λευκά, παχιά, εύθραυστα, μέτριας πυκνότητας ((4) 6-8 (9) ανά εκ. στην περίμετρο) ελάσματα), κυλινδρικό μερικές φορές με λεπτότερη βάση, συμπαγές, σχεδόν λείο ή δικτυωτό-φλεβώδες, λευκό αρχικά πόδι (3-6 x 1-4 εκ.) που σύντομα γκριζάρει και τελικά μαυρίζει, σάρκα που γίνεται βιολετιά-μαυριδερή αρχικά και αργότερα μαύρη (στο Russula albonigra f. pseudonigricans Romagn. ενδιάμεσα ροδοκοκκινίζει έντονα), αδύναμη ή φρουτώδη μυρωδιά, ήπια γεύση μέντας που παγώνει το άκρο της γλώσσας (ΒΚ), αδύναμη μυρωδιά, υποσφαιρικά ή αβγόμορφα βασιδιοσπόρια ((7) 7,5-9 (9,4) x (5,5) 6-7 (7,5) μm) με ακανθώδη φύματα που συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν σχεδόν απαρατήρητο σε οπτικό μικροσκόπιο (Sarnari) δίχτυ. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Russulaceae (αδημοσίευτο αρχείο)