Hymenogaster vulgaris Tul. & C. Tul. Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες
Το Hymenogaster vulgaris Tul. & C. Tul. (ΜS498, ΒΤ176, mycobank.org, Ν3/317, C7/2884, J495, micologia.net, ΑG40) καρποφορεί υπογείως από το φθινόπωρο έως την άνοιξη, σε δάση πλατυφύλλων (ιδιαίτερα οξιάς αλλά και χνουδωτής δρυός, καστανιάς, φλαμουριάς λεύκας (P. alba), τσέρου, αριάς, ιτιάς (S. alba)) και κωνοφόρων (λάρικα, ερυθρελάτης), σε ασβεστώδη ή όξινα εδάφη στα ορεινά σε υψόμετρα έως 1.600 μ. και παράγει το τυπικά ακανόνιστα, βολβώδη, υποσφαιρικά ή πιεσμένα, λοβωτά, αδιαφανή, αρχικά λευκωπά, πιο βαθύχρωμα αργότερα, με καφετιές κηλίδες τελικά βασιδιώματα (1-3 εκ. διάμ.) με λίγο ή πολύ εμφανή βάση, λεπτό πηρίδιο (0,2-0,5 χιλ. όταν είναι φρέσκο), γκριζοκαφετή ή ωχροκαφετή-καφεμαυριδερό τελικά θρόμβο, μερικές φορές με βιολετιούς τόνους (ΒΤ, mycobank.org) με εμφανώς ορατές, άνισες, μακρουλές κυψέλες και λαβυρινθώδη όψη, μυρωδιά χωματίλας ή ραδικιού και ποικίλα σε σχήμα και μέγεθος, τυπικά ατρακτόμορφα, πλατιά ελλειπτικά ή λεμονόμορφα, μερικές φορές ασύμμετρα βασιδιοσπόρια (ΜS: (15) 18-27 (30) x (7) 9-12 (13) μm, ΒΤ, mycobank.org: 22-37 x 11-14 µm), με οξύληκτη (σαν κοντή θηλή) κορυφή, μερικές φορές με εμφανή υπολείμματα του στηρίγματος (1-2 (3) μm μήκος) με παράλληλα τοιχώματα, καφετιά-χρυσοκίτρινα, με προσκολλημένο, μετρίως πτυχωτό και λίγο ή πολύ ρυτιδωμένο ή κομβώδες περισπόριο. *Σύμφωνα με εξέταση με μέθοδο μοριακής ανάλυσης (Benjamin Stielow, Zoltan Bratek, Akos Kund I. Orczán, Szabolcs Rudnoy, Gunnar Hensel, Peter Hoffmann, Hans-Peter Klenk, and Markus Göker, http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3027480/, 25-1-2011) είναι συνώνυμο του Hymenogaster griseus Vittad. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Υπόγειοι Βασιδιομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο).