Pluteus cervinus P. Kumm.
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Pluteus cervinus P. Kumm.
Το μάλλον συνηθιμένο, εδώδιμο Pluteus cervinus P. Kumm. (=Pluteus atricapillus var. albus Vellinga, Pluteus cervinus var. albus Peck κ.ά.) (FAN2/35, BK4/104, C1/102, JM735, D447, Jο201, Cο858, P118, G173, Ke219, Bο196, Δ310, Mο219, Κ3-402, Κ5-70, clarku.edu, Z230, Ι2-138, manitari.gr, A. Justo & M.L. Castro (Mycotaxon 2007, clarku.edu)) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, μοναχικά, κατά ομάδες ή κοπαδιαστά, σε πρέμνα, σωρούς από φλούδα ή πριονίδι, σε δάση πλατυφύλλων και κωνοφόρων (κυρίως οξιάς και δρυός) και παράγει μεγάλα βασιδιώματα με καφετί, ωχροκαφετί, καφεμαυριδερό ή κοκκινοκαφετί ή (πρώην Pluteus cervinus var. albus και Pluteus atricapillus var. albus ) λευκό, συχνά τραχύ και ανώμαλο με ύβο καπέλο (διάμ. 4-13 (15) εκ.), έντονη ραφανώδη μυρωδιά, 4-σπορα βασίδια χωρίς κρίκους στη βάση, πλατιά ελλειπτικά έως μακρουλά βασιδιοσπόρια (6-9,5 x 4-6,5 μm) και πλευροκυστίδια (50-125 x 12-31 μm) με 2-6 οξύληκτα άγκιστρα στην κορυφή. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)