Το εδώδιμο Pleurotus cornucopiae (Paulet) Rolland (= Pleurotus cornucopiae subsp. cornucopiae (Paulet) Rolland, Pleurotus cornucopiae var. cornucopiae (Paulet) Rolland, Pleurotus ostreatus f. cornucopiae (Paulet) Quél., Pleurotus ostreatus var. cornucopiae (Paulet) Pilát, Pleurotus sapidus Sacc) (C2/688, M1/28, JM714, Jo330, Co149, P184, G325, Bo120, Bu112, Δ226, Mo63, FN322, FI-500, rogersmushrooms.com, mycobank.org,iowamushroom.org) καρποφορεί κοπαδιαστά, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο (FI) ή χειμώνα (Κ) σε ξύλο πλατυφύλλων (ιδιαίτερα δρυός οξιάς, λεύκης και φτελιάς) και παράγει μέτρια έως πολύ μεγάλα βασιδιώματα με λείο, ελαφρώς κολλώδες, λευκοκρέμ, φιλντισένιο, αργιλοωχρωπό, γκριζοκιτρινωπό ή γκριζοκαφετί κυπελλόμορφο-χωνιόμορφο καπέλο (διάμ. 3-15 (30) εκ.), αρχικά κυρτή και αργότερα ευθεία, κανονική ή λοβωτή περίμετρο, κεντρικό ή –σπανίως- έκκεντρο πόδι (2-8 (11) x 0,4-1 (2) εκ.) με χνουδωτή βάση, λεπτά, πυκνά, εντόνως κατερχόμενα και αναστομωμένα –σχεδόν έως τη βάση- ελάσματα που μερικές φορές καφεμαυρίζουν (FI) στο σημείο όπου σχηματίζουν δίχτυ, μυρωδιά αλευριού (FI) ή γλυκάνισου (FΝ) και ελλειπτικά-κυλινδρικά, λεία, υαλώδη, μη αμυλώδη βασιδιοσπόρια ((7) 8,5-10,5 (12) x (3) 4-4,5 (6) μm, Κ: 7,85-10,5 x 3,15-4,6 μm), 4-σπορα βασίδια, χωρίς κυστίδια αλλά με ροπαλόμορφες-ραμφοφόρες ή ληκυθόμορφες βασιδιόλες και λευκωπό με αμυδρούς βιολετιούς τόνους σποαριοαποτύπωμα. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο) — μαζί μεΔέσποινα Κλεισιάρη