Το μάλλον συνηθισμένο, μη εδώδιμο Psathyrella piluliformis (Bull.) P.D. Orton (=Psathyrella appendiculata var. piluliformis (Bull.) Svrček & Kubička, Psathyrella hydrophila (Bull.) Maire) (Κi180, ΒΚ4/347, C3/898, JM802, D571, Jο243, Cο804, G225, L70, Δ274, Mο279, Κ3-127, FI-1102, manitari.gr) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, συνήθως κατά ομάδες από συμφυή καρποσώματα, σε νεκρό, υγρό ξύλο, όπως πρέμνα και πεσμένοι κορμοί, σε δάση πλατυφύλλων (ιδιαίτερα οξιάς και δρυός αλλά και καστανιάς) και παράγει μικρά βασιδιώματα με εντόνως υγροφανές, μη γραμμωτό, κοκκινοκαφετί (υγρό) ή ωχροκίτρινο (ξερό) καπέλο (διάμ. (0,5) 2-6 εκ.) με λευκό, μεμβρανώδες πέπλο που ενώνει αρχικά το πόδι με το καπέλο και αργότερα εξαφανίζεται ή αφήνει μια λεπτή καφετιά ζελατινώδη ζώνη στην περίμετρο του καπέλου, αρχικά αργιλολευκωπά, αργιλογκριζωπά ή καφετιά αργότερα και τελικά βαθύχρωμα καφετιά, αρκετά πυκνά, πλατιά, μεροστυπικά ή ολοστυπικά ελάσματα με λευκωπές ινώδεις ακμές, κυλινδρικό, σκληρό, εύθραυστο, κούφιο, αργιλολευκωπό αρχικά, ωχροκαφετί αργότερα με καφετιά βάση, ινώδες, γυαλιστερό πόδι ((2,5) 5-7 (10) x 0,3-0,8 εκ.) με πρόσκαιρα υπολείμματα πέπλου στην κορυφή, καφετιά ή αργιλόχρωμη, νερουλή σάρκα, αδύναμη μυρωδιά μανιταριού, ήπια γεύση, κυλινδρικά ή πλατιά ελλειπτικά, λεία, ανοιχτόχρωμα καφετιά βασιδιοσπόρια ((4,7) 5-6,5 (7) x (3) 3,5-3,7 (4) μm) με δυσδιάκριτο βλαστητικό πόρο και άφθονα, ασκόμορφα χειλοκυστίδια και πλευροκυστίδια. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)