Psathyrella bipellis (Quél.) A.H. Sm.
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Psathyrella bipellis (Quél.) A.H. Sm.
Το ασυνήθιστο, μη εδώδιμο Psathyrella bipellis (Quél.) A.H. Sm. (=Psathyrella barlae (Bres.) A.H. Sm. κατά τους Leif Örstadius και Henning Knudsen= Psathyrella odorata Sacc. και κατά τους Breitenbach J. - Kränzlin F. = Psathyrella cοrrugis ss. Ricken) (BK4/321, Κi107, C6-2192, Μο270, FI-1094, ως Psathyrella odorata: FN590 και ως Psathyrella barlae: C6-2197) καρποφορεί από Τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο (Δεκέμβριο), μοναχικά, κατά ομάδες ή κατά συναθροιζόμενα καρποσώματα, μέσα κι έξω από τα δάση, σε πάρκα, άκρες δρόμων, σε πλούσια εδάφη με χούμο (ΒΚ), σε ξύλο ή σε χώμα ανακατεμένο με υπολείμματα ξύλου, σε αμμώδη (Κi) ή σε ασβεστώδη (FN) εδάφη και παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με αρχικά κωνικό - ημισφαιρικό, κωνικό - κυρτό με αμβλύ ύβο αργότερα, με ανασηκωμένη την περίμετρο στην ωριμότητα, θαμπό, λείο και υγροφανές, γραμμωτό έως τη μέση, κοκκινοκαφετί, κοκκινοκρασάτο, πορφυροκαφετί ή καστανό, μετρίως ή ελαφρώς ρυτιδωμένο, ελαφρώς κοκκώδες καπέλο (διάμ. (1) 2-3,5 (4) (6) εκ.), που γρήγορα ξεθωριάζει σε γκριζορόδινο αρχίζοντας από το κέντρο και αποκτά γκριζορόδινες, αργιλόγκριζες ή αργιλωπές αποχρώσεις όταν ξεραίνεται, οξύληκτη περίμετρο με λεπτά, λευκά ινώδη υπολείμματα του πέπλου αρχικά, λεία και ελαφρώς οδοντωτή στην ωριμότητα, μέτριας πυκνότητας, αρχικά ρόδινα έως γκριζορόδινα, αργότερα γκριζοπορφυρά, κοκκινοπορφυρά ή γκριζομαυριδερά, πλατιά, ολοστυπικά ελάσματα με ελαφρώς ινώδεις - οδοντωτές ακμές, κυλινδρικό, μη ριζώδες, κούφιο, εύθραυστο, σαρκορόδινο, γκριζοκαφετί ή (μερικές φορές) ροδοπορφυρό πόδι (4-8 (10) x 0,15-0,5 (0,8) εκ.) αρχικά με λευκωπές - καφετιές ίνες, λείο με γκριζοκαφετιά βάση στην ωριμότητα και σκονισμένη κορυφή, χωρίς δαχτυλίδι, ροδογκριζωπή ή ροδοβιολετιά, νερουλή, καφετιά όταν είναι υγρή, λεπτή σάρκα, μυρωδιά φρούτου, μέντας, τσουκνίδας (FN), Coprinus narcoticus (FN)) ή ούρων γάτας (Zuccherelli, FN), ήπια γεύση, μεγάλα (από τα μεγαλύτερα του γένους), ελλειπτικά, επιμήκη, αβγόμορφα, υποκυλινδρικά, αμυγδαλόμορφα, μερικές φορές κάπως ακανόνιστα, σπανίως λεμονόμορφα, λεία, βαθύχρωμα γκριζοκαφετιά (σε ΚΟΗ) βασιδιοσπόρια ((11) 13-14 (16,5) x (6,4) 7-8,5 (9,5) μm, K: 13,45-14,75 x 7,6-8,9 μm), συνήθως με εμφανή, σπανίως δυσδιάκριτο, μερικές φορές ελαφρώς έκκεντρο βλαστητικό πόρο (1,5-2 μm), μαύρο σποριοαποτύπωμα, ροπαλόμορφα, (2) 4-σπορα βασίδια (35-40 x 13-16 μm), (2) 4-σπορα βασίδια (22-40 x 10-14 (16) μm), άφθονα, φλασκόμορφα, λογχοειδή-ατρακτόμορφα, λαγηνόμορφα, διογκωμένα ή ροπαλόμορφα, μερικές φορές ραμφοφόρα, σπανίως διχαλωτά (ΒΚ), λεπτότοιχα, υαλώδη πλευροκυστίδια (45-65 (100) x (10) 12-22 (30) mm) μερικές φορές με άμορφο υλικό -κυρίως- στα άκρα, χειλοκυστίδια δύο τύπων α) παρόμοια με τα πλευροκυστίδια ((22) 35-70 (80) x (8) 10-15 (25) μm) μερικές φορές με άμορφο υλικό στα άκρα και β) μικρά ροπαλόμορφα (10-27 (40) x 6-14 (20) μm) και πιλιδιοδερμίδα από 2-3 στρώματα υαλωδών, υποσφαιρικών ή αχλαδόμορφων στοιχείων ((20) 24-40 μm διάμ.). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο) μαζί μεΔέσποινα Κλεισιάρη