Το σπάνιο, μη εδώδιμο Tylοpilus felleus (Bull.) P. Karst. ( = Tylopilus felleus var. alutarius (Fr.) P. Karst.) (Ι/385, ΒΚ3/54, C1/281, Μ1/69, JM332, D84, Jο343, Cο1668, P205, G369, Bο48, Π197, Mο76, Κ5-282, SMJ238, LE148 και ως Tylopilus felleus var. alutarius: Cο1668, LE148) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες, σε δάση πλατυφύλλων (ιδιαίτερα καστανιάς αλλά και οξιάς, δρυός ή σκλήθρου) και κωνοφόρων (ελάτης, ερυθρελάτης, πεύκης), σε όξινα εδάφη και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με βελούδινο, καφετί, ωχροκαφετί ή αργιλοκαφετί καπέλο (διάμ. 4-12 (15) εκ.), αρχικά λευκωπούς και αργότερα ρόδινους πόρους, βαθύχρωμο καφετί ή καφεμαυριδερό τραχύ δίχτυ με μεγάλες κυψέλες στο πόδι (6-10 (15) x 1,5-5 εκ.), λευκή, συνήθως πικρή και σπανιότερα υπόγλυκη (Tylopilus felleus var. alutarius) σάρκα που δεν μεταχρωματίζεται και ατρακτόμορφα, κιτρινωπά βασιδιοσπόρια ((11) 12-15 (185) x (3) 4-5,5 (6) μm).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Boletales – Βωλιτοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)