Το συνηθισμένο, φαγώσιμο σε ναεαρή ηλικία και αφού ξεφλουδίσουμε την επιδερμίδα του καπέλου Suillus collinitus Fr. Kuntze (=Suillus fluryi Huijsman) (Β222, ΒK3/43, C2/715, JM345, Jο348, Cο1644, P215, Π191, Μο69, Κ5-292, WH127, SMJ74, LE50, G/B86) καρποφορεί από τον Απρίλιο έως τις αρχές Δεκεμβρίου (μέχρι και Φεβρουάριο στα μεσογειακά οικοσυστήματα), σπανίως μοναχικά, συνήθως κατά μικρές ομάδες, σε πευκοδάση (κάτω από κουκουναριά, δασική, θαλάσσια και χαλέπειο πεύκη), από τα πεδινά έως τα ορεινά, περισσότερο όμως σε μεσογειακά οικοσυστήματα (Β) και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με γλοιώδες -σε υγρό καιρό-, καστανωπό, καφεκόκκινο ή καφεκίτρινο καπέλο (διάμ. 3-10 (14) εκ.) με ακτινωτά διατεταγμένες ενσωματωμένες ίνες στην επιδερμίδα, σχετικά στενούς, κίτρινους έως λαδοκίτρινους πόρους που καφετίζουν στο άγγιγμα και συνήθως δεν εκκρίνουν γαλακτώδεις σταγόνες, λευκό (WH) ή κίτρινο με ρόδινους τόνους και καστανοκόκκινες κουκίδες πόδι (4-8 x -2 εκ.), ρόδινο μυκήλιο στη βάση, κιτρινωπή σάρκα, λεία, υποκυλινδρικά-ατρακτόμορφα βασιδιοσπόρια ((6,5) 8-10 (13) x (3) 3,5-4,5 (5,5) μm, Κ: 7,9-10,8 x 3,6-4,7 μm), 4-σπορα, ροπαλόμορφα βασίδια ( 20-30 x 5-7 μm) και άφθονα, ροπαλόμορφα κυστίδια (33-55 x 5,5-10 μm) μερικά με με καφετί περιεχόμενο. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Boletales – Βωλιτοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)