Το μάλλον συνηθισμένο, μη εδώδιμο Tricholoma saponaceum (Fr.) P. Kumm. (=Tricholoma atrovirens (Pers.) Sacc., Tricholoma boudieri Barla, Tricholoma cnista (Fr.) Gillet, Tricholoma saponaceum f. ardosiacum (Bres.) Bon, Tricholoma saponaceum f. carneifolium Bertault, Tricholoma saponaceum f. griseofolium Cetto, Tricholoma saponaceum f. nympharum Malençon, Tricholoma saponaceum f. sacchariosmum Bon, Tricholoma saponaceum var. ardosiacum Bres., Tricholoma saponaceum var. atrovirens (Pers.) P. Karst., Tricholoma saponaceum var. boudieri (Barla) Barla, Tricholoma saponaceum var. cnista (Fr.) J.E. Lange, Tricholoma saponaceum var. inconsuetum Rolland, Tricholoma saponaceum var. lavedanum Rolland, Tricholoma saponaceum var. luteovirens R. Schulz, Tricholoma saponaceum var. napipes (Krombh.) J.E. Lange, Tricholoma saponaceum var. pseudocnista Bon, Tricholoma saponaceum var. squamipes Maire, Tricholoma saponaceum var. squamosum (Cooke) Rea, Tricholoma saponaceum var. sulphurinum (Quél.) Rea), Tricholoma saponaceum var. virens R. Schulz) (BK3/430, C1/287, JM1060, D255, Jo191, Co363, P37, G106, G2/78, Bo150, Π82, Mo128, B45, K3-301, FI-278, FN421, ως Tricholoma atrovirens: Β45, ως Tricholoma saponaceum var. squamosum: BK3.430 remarks, C7/2772, JM1060a, P37, Co363, Β45, ως Tricholoma saponaceum f. ardosiacum: C3/1018 & JM1060b, Co364, ως Tricholoma saponaceum var. lavedanum: M9/836, B45, ως Tricholoma saponaceum var. sulphurinum: B46, ως Tricholoma saponaceum f. sacchariosmum: Β45, ως Tricholoma saponaceum f. carneifolium: Β46, ως Tricholoma cnista: G107, ως Tricholoma saponaceum var. napipes: Μ9/835, JM1058 & 1058a, Co363, B46 και ως Tricholoma saponaceum f. nympharum: B46) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο -σπανίως και Απρίλιο ή Μάιο-, μοναχικά ή κατά ομάδες, μερικές φορές από συναθροιζόμενα καρποσώματα, σε δάση πλατυφύλλων (το πρώην Tricholoma saponaceum f. sacchariosmum κάτω από αριές) ή κωνοφόρων και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά κυρτό πιο επίπεδο αργότερα, λείο, με ενσωματωμένες, ακτινωτά διατεταγμένες ίνες, ξερό (σε ξερό καιρό) ή κολλώδες (σε υγρό καιρό), καφετί-σκωριόχρωμο ή βαθύχρωμο καφεμαυριδερό (πρώην Tricholoma saponaceum f. ardosiacum) (στο κέντρο), κίτρινο (πρώην Tricholoma saponaceum var. sulphurinum), κιτρινολαδί (πρώην Tricholoma saponaceum var. napipes), λευκό (πρώην Tricholoma saponaceum f. carneifolium και Tricholoma saponaceum f. nympharum) ή πρασινωπό (πρώην Tricholoma saponaceum f. sacchariosmum), βαθύχρωμο πράσινο με σκωριόχρωμους τόνους (πρώην Tricholoma atrovirens) και γκριζοκαφετί ή γκριζολαδί (στην περιφέρεια) καπέλο (διάμ. 3-7 (10) εκ.), μερικές φορές βαθύχρωμο λαδοκαφετί ή γκριζοκαφετί λεπιδωτό καπέλο (πρώην Tricholoma saponaceum var. squamosum) ή γκριζοκαφετί λεπιδωτό-ραγαδιασμένο καπέλο (πρώην Tricholoma cnista), μερικές φορές με ραγαδιασμένο καπέλο με καφεκόκκινους και γκριζοπράσινους τόνους (πρώην Tricholoma saponaceum var. lavedanum), συχνά με κηλίδες ή μπαλώματα στην περιμετρική ζώνη, μερικές φορές με κυανές και βιολετιές ανταύγειες (πρώην Tricholoma saponaceum f. ardosiacum) κυρτή, πιο ανοιχτόχρωμη, σχεδόν λευκωπή περίμετρο, μερικές φορές με κοκκινωπές περιοχές, λευκά με ρόδινες ανταύγειες (πρώην Tricholoma saponaceum f. nympharum), κρεμ, κιτρινοπρασινωπά, κίτρινα (πρώην Tricholoma saponaceum var. sulphurinum) ή σαρκορόδινα (πρώην Tricholoma saponaceum f. carneifolium), πλατιά, έγκοπτα ελάσματα με λείες ή κυματιστές μερικές φορές καφερόδινες (πρώην Tricholoma saponaceum f. carneifolium) ακμές, κυλινδρικό ή ροπαλόμορφο, με οξύληκτη και συνήθως ριζώδη βάση, συμπαγές, λείο, κρεμ πόδι (3-8 (10) x 0,5-2 εκ.), με γκριζοκαφετιά ινώδη λέπια κατά μήκος, κοκκινωπή βάση και πορτοκαλορόδινες κηλίδες στα σημεία που το αγγίξουμε (μετά από ώρα), λευκή, συνεκτική σάρκα, μάλλον δυσάρεστη μυρωδιά που θυμίζει σαπούνι (λευκό ή πράσινο λαδιού) ή καμένη ζάχαρη (πρώην Tricholoma saponaceum f. sacchariosmum) ή ευχάριστη μυρωδιά (πρώην Tricholoma saponaceum f. carneifolium) ή αδύναμη μυρωδιά (πρώην Tricholoma saponaceum f. nympharum) ήπια ή υπόπικρη γεύση που θυμίζει κάπως πράσινα καρύδια, ελλειπτικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια (4,8-6 x 3-3,8 μm) και λευκό σποριοαποτύπωμα.
Πηγή. Agaricales, αδημοσίευτο αρχείο, Γιώργου Κωνσταντινίδη.