Το Polyporus squamosus (Huds.) Fr. () καρποφορεί από Απρίλιο έως Οκτώβριο, μοναχικά ή κατά δέσμες από συμφυή βασιδιώματα, σε ζωντανό ή νεκρό ξύλο πλατυφύλλων (πεδινού σφενταμιού, ιτιάς, οξιάς, δρυός, ασημόλευκας, πλάτανου και φλαμουριάς) και παράγει μεγάλα έως πολύ μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά κυκλικό, ημικυκλικό με σχήμα ριπιδίου αργότερα, λείο, ελαφρώς γλοιώδες σε υγρό καιρό, κρεμ, κίτρινο ή ωχροκίτρινο καπέλο (διάμ. 10-40 (80) εκ. και πάχος 4-6 (8) εκ.), με πλατιά, καστανά ή καφεμαυριδερά, ινώδη λέπια, που σχηματίζουν ομόκεντρες ζώνες, οξύληκτη, κυρτή περίμετρο, λευκοκρέμ αρχικά, ωχροκιτρινωπή στην ωριμότητα υμενοφόρα επιφάνεια με κοντούς σωλήνες (0,5-1 χιλ. μήκος), που κατεβαίνουν ως τη βάση του ποδιού, φαρδιούς, ακανόνιστους, γωνιώδεις ή αβγόμορφους πόρους (1-3 x 0,5-1,5 χιλ.), παχιά (1-5 εκ.), λευκή ή λευκοκρέμ, χυμώδη και μαλακή αρχικά, σκληρή, φελλώδη ή δερματώδη όταν ξεραίνεται, ομοιογενή σάρκα, χωρίς χρωματικές ζώνες, έντονη, ευχάριστη, αρωματική μυρωδιά και γεύση που θυμίζει αγγούρι, καρπούζι ή αλεύρι, κυρτό, πλευρικό, έκκεντρο, συμπαγές, καστανόμαυρο ή μαυριδερό, πόδι (3-6 (10) x 1-4 (6) εκ.) με στενότερη, χνουδωτή βάση και δικτυωτή κορυφή, διμιτικό σύστημα υφών και βασιδιοσπόρια (10-16 x 4-6 μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Πολύποροι- Polyporaceae (αδημοσίευτο αρχείο)