Το Lentinus tigrinus (Bull.) Fr. (BK3/240, C2/689, JM719, D999, Jo330, Cο137, G326, Bο122, Mο64, K3-242) καρποφορεί από την άνοιξη έως το φθινόπωρο, μοναχικά ή κατά ομάδες από ολιγάριθμα, συναθροιζόμενα καρποσώματα, σε κορμούς ή κλώνους πλατυφύλλων, κυρίως ιτιάς και λεύκας, μερικές φορές και σε ξύλο οπωροφόρων και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά ημισφαιρικό, κυρτό ή χωνιόμορφο αργότερα, κρεμ, λευκωπό ή λευκοκιτρινωπό καπέλο (διάμ. 4-10 εκ.), με καφεμαυριδερά λέπια που πυκνώνουν στο κέντρο, οξύληκτη, κυματιστή και σχιστή στην ωριμότητα περίμετρο, λεπτή, λευκωπή ή κιτρινωπή, σκληρή σάρκα, ευχάριστη μυρωδιά φρούτου, ήπια γεύση μανιταριού που γίνεται στυφή και ερεθιστική μετά από αρκετό μάσημα, λευκοκρέμ αρχικά, κιτρινωπά αργότερα, πλατιά, πολύ πυκνά, κατερχόμενα ελάσματα (70-105) με ελαφρώς πριονωτές κόψεις, λευκοκρέμ, κυλινδρικό, κωνικό ή πιεσμένο, ριζώδες, συνήθως πλατύτερο στην κορυφή και στενότερο στη βάση, συμπαγές, σκληρό, κεντρικό ή έκκεντρο πόδι (3-5 (8) x 0,4-0,8 εκ.), μερικές φορές με πρόσκαιρη ζώνη δαχτυλιδιού σε νεαρή ηλικία, με λεπτά, γκριζοκαφετιά στίγματα στη βάση και κυλινδρικά, ελλειπτικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια (6-8 x 2,7-3,7 μm) με σταγόνες. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Πολύποροι- Polyporaceae (αδημοσίευτο αρχείο)