Το μάλλον ασυνήθιστο, μη εδώδιμο Xerula pudens (Pers.) Singer (=Oudemansiella longipes (P. Kumm.) Boursier, Oudemansiella pudens (Pers.) Pegler & T.W.K. Young, Xerula longipes (P. Kumm.) Maire) (FAN4/181, BK3/449, JM1010, D335, Cο628, G135, Βο170, Mο162, Κ3-211, manitari.gr) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μοναχικά ή κατά ομάδες από ολιγάριθμα βασιδιώματα σε δάση πλατυφύλλων (καστανιές, δρύες, οξιές) και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με ωχροκαφετί, ξερό, χνουδωτό καπέλο (διάμ. 3-8 (11,5) εκ.) με πλατύ ύβο και τριχωτή περίμετρο, ωχροκαφετί, ξερό, χνουδωτό, μακρύ και ριζώδες πόδι (8-15 (25) x 0,5-1 (1,5) εκ.), πικρή γεύση, υποσφαιρικά βασιδιοσπόρια ((7) 8,5-10,5 (12,5) x (6) 8-10 (11,5)), παχύτοιχες τρίχες καπέλου (έως 1 χιλ.) και ποδιού (έως 0,55 χιλ.) και παχύτοιχα κυστίδια με κρυστάλλους στην κορυφή.
Πηγή. Agaricales, αδημοσίευτο αρχείο, Γιώργου Κωνσταντινίδη.