Το μάλλον συνηθισμένο Macrotyphula juncea (Alb. & Schwein.) Berthier (BK2/437, C5/2044, D1021, Cο118, P257, G386, Δ444, J87, Ν3/269 Ι-3/1444, K3-783, manitari.gr, mycocharentes.fr, ispotnature.org, Armando López R. -Juventino García A. 2008) καρποφορεί φθινόπωρο και αρχές του χειμώνα, συνήθως κατά ομάδες σε φύλλα πλατυφύλλων που βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης, σε υγρές θέσεις με χούμο και παράγει μικρά, λεπτοκαμωμένα, μακρόστενα, νηματοειδή, λεία, ωχροκίτρινα έως πορτοκαλοκαφετιά βασιδιώματα (3-7 (10) x 0,05-0,15 εκ.), που δεν αναφύονται από σκληρώτιο, με λευκό χνούδι στην ανεπαίσθητα λεπτότερη και ελαφρώς πιο βαθύχρωμη, στείρα βάση, αμβλεία κορυφή, μερικές φορές με πλευρικές, αγκαθωτές αποφύσεις που αναδύονται σχεδόν συγκολλημένες με το γόνιμο τμήμα του καρποσώματος, υμένιο που εκτείνεται στα ανώτερα 2/3 του καρποσώματος, αρχικά συμπαγή και αργότερα κούφια, σκληρή σάρκα, υπόξινη γεύση, υπόξινη μυρωδιά και αμυγδαλόμορφα, λεία, υαλώδη, μη αμυλώδη βασιδιοσπόρια (7-9 (10) x 3,5-4 (5) μm, Κ-9119: 6,5-9,4 x 3,25-5,7 μm), 4-σπορα, ροπαλόμορφα, υαλώδη βασίδια (ΒΚ: 30-35 x 7-9 μm, Κ-9119: 20-36 x 5,5-8,1 μm) με βασικό κρίκο, μονομιτικό σύστημα υφών με λεπτότοιχες, κρικοφόρες, διαφραγματικές υφές (x 2-9 μm) και τριχοειδή, λεπτότοιχα καυλοκυστίδια. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Cantharelloid-Hydnoid- Clavarioid – Κανθαροειδή-Υδνοειδή-Κλαβαροειδή (αδημοσίευτο αρχείο)