Το Phaeoclavulina ochracea (Bres.) Giachini (=Lachnocladium ochraceum Bres., Ramaria ochracea (Bres.) Corner, Ramaria ochracea var. sicco-olivacea R.H. Petersen) (Schild 1990, Petersen R.H. 1981 και 1988, aphyllophiles.org, mycocharentes.fr, mycodb.fr, societe-mycologique-poitou.org, Bull. mens. Soc. linn. Lyon, 2008), που αναφέρεται στην Ευρώπη από Γαλλία, Γερμανία και Ισπανία, καρποφορεί καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνα σε δάση πλατυφύλλων σε σάπιο ξύλο ή σε έδαφος με υπολείμματα ξύλου και παράγει μικρά έως μέτρια, ωχρά-ωχροκίτρινα (νεαρά) ωχρά-μελένια έως ωχροκαφετιά (ώριμα), ποτέ κίτρινα διακλαδιζόμενα κοραλλόμορφα βασιδιώματα (4-5 (8) εκ. ύψος και 1,3-3,5 (7,5) εκ διάμ.) με σαφώς μονομερές υμένιο, που πορτοκαλίζει με ΚΟΗ, με λεπτούς κλώνους (x 3 χιλ.) που καταλήγουν σε 2-3 πιο ανοιχτόχρωμα, λευκωπά ή αχυρόχρωμα, οδοντωτά άκρα που σχηματίζουν U, όρθιο, αρχικά λευκό, ευκρινές, λεπτό πόδι (-13 x 2-3 χιλ.) με μυκήλιο και λευκά ριζόμορφα που σχηματίζουν σβώλο στη βάση του, λευκωπή σάρκα, πικρή γεύση, αδύναμη οσμή χωματίλας, ελλειπτικά, πλατιά ελλειπτικά, σταγονόμορφα ή κοντά κυλινδρικά κυανόφιλα βασιδιοσπόρια ((3,5) 4-5,6 (6,4) x (2,3) 2,7-3,2 (4) µm, Κ-9115: 4,1-5,95 × 2,7–3,45 µm) με κοντές, σποραδικές ακίδες, μερικά με 1-2 σταγόνες, μικρή, έκκεντρη μύτη, 4-σπορα βασίδια, μονομιτικό σύστημα υφών με λεπτότοιχες, διαφραγματικές, κρικοφόρες υφές και ριζόμορφα με αστερόμορφος εχινόμορφους κρυστάλλους. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Cantharelloid-Hydnoid- Clavarioid – Κανθαροειδή-Υδνοειδή-Κλαβαριοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)