Το ασυνήθιστο Coniophora arida (Fr.) P. Karst (Peck, C.H. 1878, Gilbertson R.L.-Hemmes D.E. 1997, Ginns, J. A. 1982, BK2/236, Ν3/389, C6/2500, J231, BG222, mycodb.fr, leifgoodwin.co.uk) καρποφορεί σχεδόν όλο τον χρόνο, στρωματοειδώς, σαπροτροφικά, σε σάπιο ξύλο πλατυφύλλων, κωνοφόρων και θάμνων και παράγει λεπτά (-0,3 (0,5) χιλ. πάχος), εκτεταμένα, κολλημένα αλλά ευκόλως αποσπώμενα από το υπόστρωμα, ξηρά, μαλακά, λεία, χνουδωτά-βαμβακένια, μερικές φορές ραγαδιασμένα, αρχικά φιλντισένια, αργιλόχρωμα και αργότερα ωχροκαφετιά, κιτρινοκαφετιά ή λαδοκαφετιά, βασιδιώματα, με πιο ανοιχτόχρωμη, λευκωπή ή κιτρινωπή, νηματώδη περίμετρο, μερικές φορές με εμφανή ριζόμορφα, λεπτό, λευκοκρέμ υποφόριο, μονομιτικό σύστημα υφών με υαλώδεις, λεπτότοιχες έως παχύτοιχες, ως επί το πλείστον άκρικες, διαφραγματικές, σποραδικώς διακλαδιζόμενες, λείες ή επικρυσταλλομένες υποφοριακές υφές (x 3-5 μm) μαζί με μερικές πολυκρικοφόρες υποφοριακές υφές (x 5-12 μm), λεία, υαλώδη, κιτρινωπά ή κιτρινοκαφετιά, παχύτοιχα, αμυδρώς κυανόφιλα, μετρίως ή εντόνως δεξτρινώδη ωοειδή βασιδιοσπόρια (Κ7622: (7,6) 8,15 14,3 (14,85) x (5,5) 6 8 (9) μm) και 4-σπορα, βασίδια χωρίς βασικό κρίκο. Κυστίδια απόντα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Δερματώδη (αδημοσίευτο αρχείο)