Το μάλλον ασυνήθιστο Cheilymenia stercorea (F.H. Wigg.) Boud. (=Cheilymenia glacialis (Rehm) Boud., Cheilymenia stercorea var. breviseta (J. Kickx f.) Boud., Cheilymenia stercorea var. glacialis (Rehm) Boud., Lasiobolus stercoreus (Pers.) P. Karst. κ.ά.) (FFI-349, Jiří Moravec 1993, BK1/87, C3/1225, Ν1/94, Ε106, Κ3-961) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο (Κ15116) , σπανίως μοναχικά, συνήθως κοπαδιαστά, σε κοπριά αγελάδας, αλόγου,και άλλων κατοικίδιων ή άγριων ζώων και παράγει πολύ μικρά, άμισχα, αρχικά υποσφαιρικά, κοντά κωνικά και αργότερα δισκόμορφα αποθήκια (Ø (0,5) 1-3 (4,5) χιλ.), με σαφή περίμετρο, πορτοκαλί, κροκί, κοκκινοπορτοκαλί ή –σπανιώς- κιτρινωπό υμένιο, ομοιόχρωμη εξωτερική επιφάνεια, μακριές, σκληρές, διαφραγματικές, παχύτοιχες, καφετιές, οξύληκτες τρίχες δύο τύπων α) περιμετρικές, ριζώδεις, τριχόμορφες, ευθείες, άκαμπτες, αμβλύληκτες ή συνήθως οξύληκτες, κιτρινοκαφετιές, συνήθως διαφραγματικές, παχύτοιχες (Κ15116: 184-785 x 18-31,5 μm), με βαθύχρωμα κοκκινοκαφετιά τοιχώματα (πάχους Κ15116: 2,65-3,9 (5,1) μm) και συνεκτική, συνήθως ριζώδη βάση (Ø Κ15116: 40,6-61,2 (76,2) μm), που μπορεί να είναι απλή, κωνική ή –συνήθως με πολλές μικρές αγκυλωτές, ριζώδεις κανονικά ή ακανόνιστα κατανεμημένες στις δύο πλευρές της- προεκτάσεις, (σαν καμάκι / τρίαινα) ή με πολλές μικρές, ακανόνιστα διχαλωτές ρίζες (κοραλλόμορφες) ή να είναι πιο κοντή, πλατιά και ευρέως ριζώδης με 1-3 πλατιές αγκυλωτές ρίζες, συνήθως με πολλές μικρότερες και β) βασικές (που ξεκινούν από πολυγωνικά στοιχεία του εξωτερικού στρώματος του δοχείου), μικρότερες, κιτρινοκαφετιές έως κοκκινοκαφετιές, συχνά αστερόμορφες, με 2-6, παχύτοιχους (με τοιχώματα πάχους 1-3 μm) συνήθως οξύληκτους, διαφραγματικούς ή αδιαφραγματικούς βραχίονες ( Κ15116: 43-157,4 (180,6) x 7,4-12,15 μm), αλλά και άλλες, απλές ή διχαλωτές, ευθείες ή ελικοειδείς, παχύτοιχες, κιτρινωπές τρίχες, στη βάση του εξωτερικού στρώματος του δοχείου, ευκρινώς δίστρωμο δοχείο ελλειπτικά, λεία, υαλώδη ασκοσπόρια (Κ15116: (17) 19-21,4 x (8,35) 9,5-11,65 μm), 8σπορους, κυλινδρικούς, μη αμυλώδεις ασκούς (Κ15116: (182) 202,3-212,8 x 11,5-13,5 μm) με πώμα και λεπτές, διαφραγματικές, διχαλωτές παραφύσεις (3-3,5 μm), με ελαφρώς διογκωμένα άκρα (Κ15116: x 4,1-6,3 μm) και κοκκώδες, πορτοκαλί περιεχόμενο.
Πηγή : Αδημοσίευτο αρχείο Γ. Κωνσταντινίδη