Το σπάνιο στην Ελλάδα Basidiodendron caesiocinereum (Höhn. & Litsch.) Luck-Allen (LP1174, BK2-10, FND-LIII-7, Kr1-90, Ν3-98, J387, H. Kotiranta-R. Saarenoksa 2005)) καρποφορεί από τον Μάρτιο έως τον Ιανουάριο (K15150), στρωματοειδώς, σαπροτροφικά, σε πολύ σάπιο ξύλο πλατυφύλλων ή κωνοφόρων και παράγει δυνατά κολλημένα στο υπόστρωμα, λεπτά, αραχνοειδή, μεμβρανώδη, κηρώδη, λεία ή αμυδρώς πορώδη-δικτυωτά (μφ), θαμπά, παχνώδη, ελαφρώς τραχιά, χνουδωτά (μφ), λευκωπά, λευκογκριζωπά, κυανά, κυανόγκριζα ή κυανοβιολετιά ή λευκογκριζορόδινα (φρέσκα) ή πιο βαθύχρωμα λευκογκριζοωχροκαφετιά (ώριμα) ή δυσδιάκριτα (ξερά) βασιδιώματα, που σκουραίνουν στο άγγιγμα, με μονομιτικό σύστημα υφών, λεπτό υποφόριο από λεπτές, λεπτότοιχες, παράλληλες, δυσδιάκριτες, ζελατινοποιημένες, διαφραγματικές, κρικοφόρες, διακλαδιζόμενες υφές (Ø 1-4 μm), άφθονα, ποικιλόμορφα, ασκόμορφα, υποκυλινδρικά, ροπαλόμορφα ή ατρακτόμορφα, κολπωτά, αρχικά υαλώδη και αργότερα κιτρινωπά ή χρυσολαδοκαφετιά γλοιοκυστίδια (K15150: 20,25-36,15 x 5-8,8 μm) με κοκκώδες περιεχόμενο, λιγοστά, λεπτότοιχα, ελαφρώς διακλαδιζόμενα υφίδια (δενδροφύσεις) (Ø 1-1,5 μm), 2-4σπορα, ωοειδή ή υδριόμορφα βασίδια (K15150: 10,5-15,5 (17,6) x 8,2-9,8 μm) με βασικό κρίκο και αρκετές, μεγάλες, χαρακτηριστικές (για το γένος) εκπτύξεις, υπολείμματα δηλ. παλαιών βασιδίων που σχηματίζουν «ψαροκόκαλο» στα γόνιμα πόδια των νέων βασιδίων και υποσφαιρικά, αμυδρώς ακιδωτά, υαλώδη, λεπτότοιχα ή ελαφρώς παχύτοιχα βασιδιοσπόρια (K15150: (5,8) 6,2-7,5 (8,3) x (5,3) 6-7 (7,5) μm) με εμφανή μύτη (-2 x -1,5 μm).
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Δερματώδη (αδημοσίευτο αρχείο)