Το Lasiobolus papillatus (Pers.) Sacc. (=Lasiobolus ciliatus (J.C. Schmidt) Boud. κ.ά.) (Ν1-102, ΑΙ-116, Oluna & Adolf Ceska 2016 και ως Lasiobolus ciliatus: RD68, ΒΚ1-115, J. L. Bezerra-J. W. Kimbroug 1975, FFI558, ambmuggia.it, pilzforum.eu, ascofrance.com, fungi.myspecies.info, nahuby.sk, biodiversidadvirtual.org) καρποφορεί όλο τον χρόνο, μοναχικά ή κοπαδιαστά σε κοπριά (κυρίως βοοειδών ή αλόγου και –σπανιότερα- άγριων και εξημερωμένων ζώων αλλά και ανθρώπου, και παράγει πολύ μικρά, άμισχα, αρχικά σφαιρικά και αργότερα στροβιλόμορφα-κυπελλόμορφα έως επίπεδα δισκόμορφα, λευκοκιτρινωπά, κίτρινα, κιτρινοπορτοκαλιά, κιτρινωπά, ή πορτοκοκόκκινα ασκώματα (Ø 0,3-0,7 (1) χιλ., Κ13131: 0,2-0,35 χιλ., K13748: 0,1-0,3 (0,5) χιλ., K13766: 0,2-0,35 χιλ., K13768: 0,15-0,25 χιλ.), με επίπεδο ή ελαφρώς κυρτό, θηληφόρο υμένιο, κανονική, ασαφή περίμετρο, ομοιόχρωμη εξωτερική επιφάνεια, μακριές και πλατιές, οξύληκτες, όρθιες, λείες, υαλώδεις, παχύτοιχες, αδιαφραγματικές τρίχες (Κ13131: 245-400 x 9-37 μm, K13748: 167-451 x 11,5-50,6 μm, K13766: 180,5-431,4 x 14,5-36 μm, K13768: 233,5-571,8 x 16,9-37,4 μm) εξωτερικής επιφάνειας, σχεδόν υαλώδεις ή κιτρινωπές, αδιαφραγματικές, μη διακλαδιζόμενες υφές αγκύρωσης (Ø 2-5 μm), επιδερμοειδή υφή στο ανώτερο τμήμα του δοχείου, γωνιώδη στην κατώτερη, με πολυγωνικά στοιχεια, 8σπορους, μονόσειρους ή -σπανίως- δίσειρους, μη αμυλώδεις, κυλινδρικούς-ροπαλόμορφους, σχετικά στενούς ασκούς (Κ13131: 159-229 x 17-19,6 μm, K13748: 137-201 x 13,1-19,35 μm, K13766: 138,7-220 x 14,5-19,5 (23,3) μm, K13768: 177-199,7 (263,2) x 14,1-23 (24,3) μm), τριχοειδείς, διχαλωτές, διαφραγματικές παραφύσεις με ελαφρώς διογκωμένη κορυφή (1,8-3,5 μm) και πορτοκαλιές χρωστικές και λεία, υαλώδη, ελλειπτικά-κυλινδρικά ασκοσπόρια (13131: 17,7-23,3 x 9-13,3 μm, K13748: (16,45) 18-22 (23,6) x (9,1) 10,8-12 (13,75) μm, K13766: (18,15) 19,5-22 (24) (27) x 10,5-12 (14,4) μm, K13768: 20-22,75 x 10,6-11,65 (13) μm) (FFI: μερικές φορές) με φυσαλίδα του Μπαρί (K13748, K13766, K13768) και ακανόνιστο, ζελατινώδες περίβλημα, χωρίς σταγόνες.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Ασκομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)