Το Rhizopogon vulgaris (Vittad.) M. Lange *(;=Rhizopogon vulgaris f. laurocerasi Svrček κ.ά.) MS427, C5/2071, Fu3/c31, J504, K3-848, ambmuggia.it) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Ιανουάριο, συνήθως κοπαδιαστά, ημιυπογείως, συνήθως σε χαμηλά υψόμετρα, σε παράκτια πευκοδάση (κουκουναριάς, χάλεπιου, θαλάσσιου και δασικού πεύκου) αλλά και σε ορεινά οικοσυστήματα και παράγει μικρά, βολβώδη, υποσφαιρικά, ελλειπτικά ή ωοειδή , ±πιεσμένα, λευκωπά, κίτρινα του χρωμίου, ωχρολαδωπά, κοκκινοκαφετιά στην ωριμότητα, πάντα με εμφανείς ρόδινες κηλίδες, όταν βγει στον αέρα ή αν πιεσθεί, μαυρίζοντα στα αποξηραμένα δείγματα βασιδιώματα (↑1 2,5 εκ., Ø: 1 5 εκ.), παρόμοια με το Rhizopogon roseolus (με φαρδύτερα, συνήθως ελλειπτικά-στρογγυλεμένα σπόρια και πιο βαθύχρωμο, σχεδόν πάντα ραγαδιασμένο πηρίδιο), με σχετικά λεπτό πηρίδιο, με λγοστά ριζόμορφα στη βάση, μερικές φορές ελαφρώς τυλιγμένο σε αυτά, σχετικά παχύ, ινώδες, ομαλό, αδιαφανές, λείο πηρίδιο με ρόδινη τομή και δομή από πυκνές, ±παράλληλες στην επιδερμίδα, διαφραγματικές, καφεκίτρινες σε νερό, επικρυσταλλωμένες -με κοκκινοκαφετιούς κόκκους, φύματα ή πλάκες- υφές (3-10 μm), επί μέρους ζελατινώδη, λευκωπό, κρεμ, κιτρινωπό, γκριζοπρασινωπό έως ωχρολαδή τελικά θρόμβο, με πολλούς, μικρούς, μάλλον κανονικούς, υποσφαιρικούς ή λαβυρινθώδεις θαλάμους, αρχικά σχεδόν άοσμο, με έντονη και διαπεραστική οσμή στην ωριμότητα, ως επί το πλείστον ελλειπτικά, κυλινδρικά βασίδια, σχετικά στενά, στενά ελλειπτικά ή κυλινδρικά όχι πολύ κανονικά, λεία, υαλώδη ή λευκοπρασινωπά βασιδιοσπόρια (β: ((6) 6,5-9 (10,5) (11,5) x (2) 2,5-3,2 (4) μm, Κ1816b: (5,45) 6,3-7,8 (8,15) x (2,5) 2,7-3,3 (3,65) µm,) συνήθως με 2 σταγόνες.
Σημείωση: Για κάποιο διάστημα το είδος θεωρήθηκε συνώνυμο του Rhizopogon roseolus (Montecchi + Sarasini 2000, σ. 422+429: In her monograph on the genus, Martin synonymized this species (Rhizopogon roseolus) with Rhizopogon vulgaris thus including species with a sporal width range varying from 2 to 4,5 μm!
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Υπόγειοι Βασιδιομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)