Το ελαφρώς τοξικό Agaricus pseudopratensis (Bοhus) Wasser (=Agaricus pseudopratensis var. niveus Bοhus) (G/Ag196, Ma27, FAN5/56, ΚΥ104, RM-LIV-3-211, FI-127, Parra 2-143, funghiitaliani.it, manitari.gr, ME και ως Agaricus pseudopratensis var. niveus: BΚ4/189) καρποφορεί σπανίως μοναχικά, κατά κανόνα κατά ομάδες από αρκετά, μερικές φορές συμφυή άτομα, σε αμμώδη ή αργιλώδη εδάφη, οργωμένα λιβάδια, αμμώδεις ακτές, κήπους, δάση, άκρες δασών, αρδευόμενους ελαιώνες (Κ10603), κατά μήκος δρόμων ή σε σκαμμένα λιβάδια, κατά κανόνα όχι μακριά από τη θάλασσα και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα, με ημισφαιρικό έως κυρτό, μερικές φορές τραπεζοειδές με επίπεδο κέντρο, λείο, λευκωπό ή λευκογκριζωπό καπέλο (Ø K106032: 6-8 εκ) με καφετί κέντρο και καφετιά ή καφεκοκκινωπά λέπια σε λευκό υπόβαθρο ή εντελώς λευκό (πρώην Agaricus pseudopratensis var. niveus), ελεύθερα, αρκετά πυκνά, γκριζορόδινα έως καφεμαυριδερά ελάσματα με πιο ανοιχτόχρωμη ακμή, λείο, λευκό, υποκυλινδρικό, ροπαλόμορφο πόδι (K106032: 6,5-7,5 x 1,5-1,7 εκ.), μερικές φορές με σχεδόν βολβώδη και άλλες με λεπτότερη βάση, λεπτό έως μετρίως παχύ αλλά επίμονο, απλό με διπλή περίμετρο (RM) δαχτυλίδι, μερικές φορές με χοντρά ριζόμορφα στη βάση (Κ10603: -4 εκ.), λευκή σάρκα που ροδίζει ελαφρώς στην κορυφή του ποδιού και κιτρινίζει -και τελικά ροδοκοκκινίζει μετά από αρκετά λεπτά- στη βάση του ποδιού, οσμή που θυμίζει μελάνι ή φαινόλη, λεία, ελλειπτικά, μερικές φορές επιμήκη βασιδιοσπόρια (Κ4335: (5) 5,2-6,5 (7) x 3,8-4,3 (5) μm, Κ6889: (4,7) 5-6,5 x (3,55) 3,7-4,3 μm, Κ8869 α΄: 5,25-7,1 x 3,7-4,35 μm, Κ8869 β΄: 4,6-6,7 x 3,45-4,45 μm, Κ8996: 4,55-5,75 x 3,3-4,7 μm, K1060320: 4,8-5,79-6,75 x 3,95-4,39-5,05 μm) χωρίς βλαστητικό πόρο, (2) 4σπορα, ροπαλόμορφα βασίδια (Κ: 18,8-29,85 x 6,3-8,85 μm), άφθονα χειλοκυστίδια σε κοντές αλυσίδες με ροπαλόμορφα άκρα και πιλοδερμίδα τύπου δερμίδας μερικές φορές με διακλαδιζόμενες υφές με κάποια επίπεδα στοιχεία πλάτους 9-18 μm.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)