Το μάλλον ασυνήθιστο Rheubarbariboletus armeniacus (Quél.) Vizzini, Simonini & Gelardi (=Boletus armeniacus Quél., Xerocomellus armeniacus (Quél.) Šutara, Xerocomus armeniacus (Quél.) Quél. κ.ά.) (Χ182, FAN7-182, WH-31, FN178, C2/708, JM355, D43, Jο344, Cο1652, Bο42, Ma320, Mο71, SMJ220, LE69, web.natur.cuni.cz, ως Xerocomus armeniacus f. luteolus H. Engel & Antonín: Χ176, SMJ220, LE70, ως Xerocomus armeniacus var. venosipes Redeuilh: LE71 και ως Xerocomus armeniacus f. erythrocephalus (Lucand) Simonini: LE70) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, κατά ομάδες, σε άκρες και ξέφωτα θερμόφιλων, ως επί το πλείστον μεσογειακών πλατυφύλλων (δρυός, καστανιάς, φλαμουριάς, οξιάς) και -σ.μ.β- κωνοφόρων, σε όξινα και αμμώδη εδάφη και παράγει μικρά έως μεγάλα, σαφώς ξηροκωμοειδή βασιδιώματα, με ημισφαιρικό, κυρτό έως επίπεδο, ξηρό, χνουδωτό, μερικές φορές παχνώδες ή ραγαδιασμένο με κρεμ-κιτρινωπές ραγάδες κατά περιοχές,, έως λείο, αρχικά κιτρινοπορτοκαλί, έντονο βερικοκί, ροδοκόκκινο, κερασί ή κρασάτο και αργότερα ρόδινο, πορτοκαλοκοκκινωπό, ωχροπορτοκαλί, ωχροκίτρινο, κοκκινοπορτοκαλί, καφεπορτοκαλί, γκριζοκαφετί, σπανίως καφετί-μαυρολαδί ή ωχροκίτρινο ή κίτρινο ή αιματοκόκκινο καπέλο (Ø 2-8 (10) εκ.) με αρχικά εσωστρεφή, μερικές φορές πιο ανοιχτόχρωμη, λευκωπή περίμετρο, μικρούς έως μετρίου μεγέθους, μεροστυπικούς έως ολοστυπικούς ή υποκατερχόμενους, αρχικά κιτρινωπούς και αργότερα κιτρινοπρασινωπούς, κυανίζοντες στο κόψιμο σωλήνες, επιμήκεις, δαιδαλώδεις, στρογγυλούς, έως ακανόνιστα γωνιώδεις, αρχικά κιτρινωπούς και αργότερα κιτρινοπρασινωπούς ή μερικές φορές λαδοκαφεκίτρινους, κυανίζοντες στο άγγιγμα πόρους, ποικιλομεγέθες, ποικιλόμορφο, μακρόστενο ή κοντόχοντρο, μερικές φορές κυρτό-κεκλιμένο, συνήθως ±ατρακτόμορφο, -μερικές φορές- κωνικό, λείο εριώδες ή ινώδες, γραμμωτό κατά μήκος, κατά βάση κίτρινο με με ινώδη, κοκκινωπή επένδυση, πόδι (3-10 (15) x (0,7) 1-2 (3,5) εκ.) με κιτρινωπή κορυφή, ±ομοιόχρωμο με το καπέλο ή πιο ανοιχτόχρωμο μέσο, οξύληκτη ωχρή ή βερικοκί βάση, μερικές φορές ολόκληρο κίτρινο ή με πορφυρό-κρασάτο δίχτυ στην κορυφή, ελάχιστους -σε μέγεθος-, κόκκινους κόκκους, κιτρινωπό μυκήλιο, λευκοκιτρινωπή, κιτρινωπή στο καπέλο, πορτοκαλιά, πορτοκαλοβερικοκί, κοκκινοπορτοκαλιά, βερικοκί ή καφεπορτοκαλιά στη βάση του ποδιού, ελαφρώς κυανίζουσα ιδίως στην κορυφή του ποδιού και επάνω από τους σωλήνες σάρκα, δυσδιάκριτη οσμή και γεύση, λεία, ελλειπτικά-υπατρακτόμορφα, μετρίως παχύτοιχα, μελιτόχρωα, αδρανή στο ιώδιο βασιδιοσπόρια (K9671: (10,6) 11,4-14,05 (16,15) x (3,5) 4,3-5,35 (5,95) μm, Q=2,62, K12934: 11,35-13,15 x 4,8-5,55 μm, K12934: 10,6-13,5 x 4,1-6 μm) με 1 ή 2 σταγόνες, διογκωμένα-ατρακτόμορφα υμενιακά κυστίδια και ελαφρώς επικρυσταλλωμένες, κατά τόπους άφθονες, αλλού λιγοστές ή απούσες, ακανόνιστα σφαιρικές ή ακανόνιστα επιμήκεις κογκόφιλες (που κοκκινίζουν με Congo Red) πλάκες* (K7282: 2-4 μm, Κ9671: 2-5,2 μm) στα εξωτερικά τοιχώματα των υφών της πιλοδερμίδας με συνήθως λεπτά, επιμήκη, μερικές φορές ακανόνιστα και οζώδη, πλατύτερα, ωοειδή, με λεπτότερο άκρο ή κυστιδιοειδή τερματικά στοιχεία.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Boletales-Βωλιτοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)