Το σπάνιο, μη εδώδιμο Cortinarius croceocaeruleus (Pers.) Fr. (=Cortinarius cumatilis var. croceocoeruleus (Pers.) Fr.) (Cor-D, P121, Cο1194, FI851, FN677, Marino Zugna, mycocharentes.fr, svampe.databasen.org) καρποφορεί από τον Αύγουστο τον φθινόπωρο, μοναχικά ή –συνήθως- κατά μικρές ομάδες στο έδαφος, ανάμεσα σε φυλλάδα σε δάση πλατυφύλλων (ιδίως οξιάς), σε ορεινά αλλά -συχνά- και σε μεσογειακά οικοσυστήματα, σε ασβεστώδη εδάφη και παράγει μέτρια βασιδιώματα με ημισφαιρικό, κυρτό, μερικές φορές ελαφρώς υβώδες, λείο, εντόνως γλοιώδες και γυαλιστερό σε πρώιμο στάδιο, μη υγροφανές, αρχικά ανοιχτόχρωμο κυανοβιολετί ή κυανόγκριζο, σταδιακά με κοκκινοβιολετί και τελικά με ωχροκίτρινο κέντρο καπέλο (Ø 1,5-3 (5) εκ.), λευκή κουρτίνα, μέτριας πυκνότητας, ολοστυπικά-έγκοπτα, αρχικά αργιλόχρωμα, μερικές φορές με κυανούς-βιολετιούς τόνους και τελικά ωχρά-κιτρινοκαφετιά ελάσματα, κυλινδρικό ή διογκωμένο στο μεσαίο τμήμα, υπατρακτόμορφο, μεταξένιο, ελαφρώς γλοιώδες, αρχικά λευκό και αργότερα λευκοωχρωπό πόδι (4-9 x 0,4-0,8 (1) εκ.) με ριζώδη βάση, μερικές φορές με ωχρωπούς τόνους, λευκό ή βιολετί ολικό πέπλο, κιτρινοκρέμ σάρκα, υπόγλυκη οσμή, πολύ πικρή γεύση, (1,2) 4σπορα, ροπαλόμορφα βασίδια (Zugna: 24-32 x 6-9 μm), αμυδρώς έως μετρίως δεξτρινώδη, πλατιά ωοειδή-ελλειπτικά-υποαμυγδαλόμορφα, μετρίως και τραχέως φυματώδη, βασιδιοσπόρια (K1906: 6,9-9 x 4,3-5,2 (5,4) µm, K11404: 7-8,8 x 4,25-5,25 µm) 4σπορα, ροπαλόμορφα, υαλώδη βασίδια (K1906: 20-28 x 5-8 µm) και πιλοδερμίδα τύπου ιξοδέρμιου.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο )