Το μάλλον συνηθισμένο Gymnopus brassicolens (Romagn.) Antonín & Noordel (=Collybia brassicolens (Romagn.) Bon, Collybia cauvetii (Maire & Kühner) Singer, Collybia cauvetii (Maire & Kühner ex Hora) Singer ex Courtec., Marasmius brassicolens Romagn., Marasmius cauvetii Maire & Kühner, Bull., Marasmius erythropus (Pers.) Quél., Micromphale brassicolens (Romagn.) P.D. Orton, Micromphale brassicolens (Romagn.) P.D. Orton, var. brassicolens, Micromphale cauvetii Maire & Kühner ex Hora) (FAN3/131, BK3/308, C2/552, JM986, Jο169, Cο510, P68, Bο176, Δ216, Mο157) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο (Ιανουάριο στα παράκτια), κοπαδιαστά, μερικές φορές κατά συναθροιζόμενα βασιδιώματα, σε δάση πλατυφύλλων (συνηθέστερα οξιάς) ή κωνοφόρων, σε φυλλάδα, βελόνες και σάπια υπολείμματα ξύλου, σε ασβεστώδη εδάφη και παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με ημισφαιρικό, σχεδόν επίπεδο και κυματιστό, με αμυδρό ύβο ή βαθούλωμα στο κέντρο, λείο, θαμπό, κοκκινοκαφετί με ωχροκίτρινες περιοχές όταν είναι υγρό, συχνά κρεμ ή ωχρωπό -όταν ξεραίνεται-, λευκόσαρκο καπέλο (Ø 1,5-3 (4) εκ.), γκριζολευκωπά ή σαρκόχρωμα-καφετιά ελάσματα, λείο πόδι, δυσάρεστη οσμή και γεύση που θυμίζει σάπιο λάχανο και ελλειπτικά βασιδιοσπόρια ((4,5-7,2 x 2,5-3,5 (4) μm), (ΛΚ1233: (4,8) 5,4 – 6,2 (6,9) × (3) 3,2 – 3,6 (3,7) µm)). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: αδημοσίευτο αρχείο.