Το σπάνιο, αναφερόμενο από Γαλλία και Πορτογαλία, άγνωστης εδωδιμότητας Agaricus coniferarum Guinb. & Callac (od, Mahdizadeh et al. 2017) καρποφορεί από τον Οκτώβριο έως τον Νοέμβριο κοπαδιαστά, σε πάρκα, δάση, αμμόλοφους κυρίως κάτω από κωνοφόρα, σπανίως και κάτω από δρυς και παράγει μεγάλα βασιδιώματα, με σαρκώδες, καφετί ή ωχροκαφετί, μεταξένιο, εριώδες, χνουδωτό ή λεπιδωτό καπέλο (Ø 7-18 εκ.), προεξέχουσα περίμετρο, ελεύθερα, πυκνά, λευκωπά, σαρκορόδινα, καφερόδινα έως μαυριδερά ελάσματα με λευκωπή ακμή, κυλινδρικό, μερικές φορές με κυρτή ή ελαφρώς διογκωμένη βάση, λευκό, εύκολα μεταχρωματιζόμενο σε καροτί-πορτοκαλί και σύντομα σε σκωριόχρωμο-κοκκινωπό πόδι (8-11 x 2-3 (4,5) εκ.) με παχύ, εύθραυστο, δαχτυλίδι με δίχειλη περίμετρο, συνήθως με αρκετές, καφετιές ατελείς ζώνες στο τμήμα κάτω από το δαχτυλίδι, λευκή σάρκα που κοκκινίζει έντονα (χωρίς όμως να «αιματοκοκκινίζει») στο καπέλο και το πόδι, αδύναμη οσμή Agaricus bisporus, ελλειπτικά έως επιμήκη–ελλειπτικά, καφετιά, λεία, παχύτοιχα βασιδιοσπόρια (Guinb. & Callac: (6.4) 6,9-7,61-8,5 (9,2) × (4,2) 4,4-5,28-5,9 (6,2) µm, Κ12967: (5,9) 6,3-7,7-8,7 (9,25) x (4,35) 4,5-5,21-5,9 (6,3) μm), χωρίς βλαστητικό πόρο, με 1-2 σταγόνες, 4σπορα βασίδια και ιδιαιτέρως άφθονα, απλά ή με 1-3 διαφράγματα, ροπαλόμορφα χειλοκυστίδια.
Πηγή: Guinb. & Callac (od) (Mahdizadeh et al. 2017)