Το συνηθισμένο, εδώδιμο Coprinus comatus (O.F. Müll.) Pers. (FN533, BK4/270, C1/37, M1/20, JM1313, D542, Jο229, Cο772, P177, G214, Bο271, Δ260, Π130, Mο399, Κ3-98, Κ4-17, Κ5-99, naturamalta.com, outerhebridesfungi.co.uk, sites.google.com, Ι284) καρποφορεί από τον Απρίλιο έως τον Δεκέμβριο, μοναχικά ή συνήθως κοπαδιαστά, συχνά κατά θυσάνους, στο έδαφος, σε άκρες δρόμων, σε αγροτικούς και δασικούς δρόμους, σε αυλές, σε πάρκα, σε γήπεδα, σε λιβάδια και σε χωράφια και παράγει μεγάλα βασιδιώματα με μορφή ρουκέτας αρχικά, καμπανόμορφα ή ομπρελόμορφα αργότερα, με λευκά -ή κρεμ-γκριζωπά στο κέντρο- λέπια στο καπέλο (Ø 2-6 εκ., ↑5-10 (15) εκ.) που λιώνει τελικά σε μαύρο υγρό, πολύ πυκνά, λευκά, ρόδινα έως μαύρα ελάσματα, λευκό πόδι (10-15 (30) x 1-2,5 εκ.) με κρικοειδές δαχτυλίδι και κιτρινοκαφετιά, ελλειπτικά-ωοειδή ή αμυγδαλόμορφα βασιδιοσπόρια (Κ13027: 10-14,3 (15) x 6,75-8,3 (9,4) μm) με επίπεδο, συνήθως κεντρικό βλαστητικό πόρο.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)