Το μάλλον συνηθισμένο Arcyria cinerea (Bull.) Pers. (C3/1242, SS87, BI107, bcrc.firdi.org.tw, hiddenforest.co.nz, myxo.be, manitari.gr) καρποφορεί από την άνοιξη έως το φθινόπωρο, σε σάπιο ξύλο, φλοιό (ιδιαίτερα ζωντανής δρυός), φυλλάδα, βρύα, φυτικά υπολείμματα ή κοπριά και παράγει πάρα πολύ μικρά έμμισχα σποροκάρπια με κυλινδρικά ή αβγόμορφα (σπανίως υποσφαιρικά), κατακόρυφα ή κεκλιμένα, συνήθως λευκά ή γκριζωπά και σπανιότερα κιτρινωπά ή ωχρωπά σποριάγγεια ((0,5) 1-2,5 (4) x (0,1) 0,5-0,8 (0,9) χιλ.) με στρογγυλεμένη, στενότερη κορυφή και πλατύτερη βάση, λεπτότατο, εύθραυστο, πρόσκαιρο, μεμβρανώδες, λευκωπό πηρίδιο που σχίζεται στην ωριμότητα και παραμένει μόνο η βάση που αποκτά μορφή αβαθούς, πτυχωτού, συνήθως κωνικού κάλυκα, διάπλεγμα κόμης δυνατά προσκολλημένο στο σύνολο της λείας (ή αμυδρώς δικτυωτής με μαρμαρυγίες) εσωτερικής επιφάνειας του κάλυκα, με λευκωπά, διαφανή, γκριζωπά ή καφετιά, σχεδόν λεία ή αμυδρώς φυματώδη και πλατύτερα (x 3-6 (8 μm) κοντά στη βάση και ακιδωτά οδοντωτά στο ανώτερο τμήμα νήματα (x (2) 3-4 (6) μm), που σχηματίζουν κλειστό δίχτυ, λεπτότατα, λεία ή αυλακωτά, γυαλιστερά, κοντά (0,2-1 (2) χιλ. ύψος), γκρίζα ή μαυριδερά, μεμονωμένα ή συναθροιζόμενα σε δέσμες (από 2-20 περίπου) πόδια (σποριαγγειοφόρους) που συνίστανται (ιδιαίτερα οι βάσεις τους) από σφαιρικές, σπορόμορφες κύστεις (14-24 μm διάμ., Κ (1758): 13 22 μm), μεμβρανώδη, στοιχειώδη, δισκοειδή μεμονωμένο ή κοινόχρηστο υπόθαλλο, συνήθως λευκό, σπανιότερα γκρι ή κιτρινωπό πλασμώδιο που συνήθως γίνεται ρόδινο πριν τα σποριάγγεια σχηματιστούν πλήρως, υποσφαιρικά, αμυδρώς φυματώδη, σχεδόν υαλώδη σπόρια ((5,5) 6 7 (8 μm, Κ (1758): 6,25 7,45 x 5,8-7,05 μm) με ομάδες από πιο μεγάλα φύματα και γκριζοκιτρινωπό σποριοαποτύπωμα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)