Το Ramaria flavescens (Schaeff.) R. H. Petersen (BK2/465, C4/1613, Δ454, J110, Ν3/275) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μερικές φορές μοναχικά ή συνήθως κατά ομάδες σε κύκλους, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων (οξιάς ή δρυός) ή σε μικτά δάση ελάτης και δρυός (ή ερυθρελάτης και οξιάς) ή σπανιότερα και σε δάση κωνοφόρων και παράγει μεγάλα έως πολύ μεγάλα βασιδιώματα (10-16 (23) x 10- 20 (25) εκ.), με πυκνή διακλάδωση και πολύπλοκη συνήθως όψη, χρυσοκίτρινους (στα νεαρά βασιδιώματα), κίτρινους, κρεμ, ροδοπορτοκαλιούς του σολομού ή ωχρούς τόνους (στα ώριμα βασιδιώματα), ρωμαλέο κορμό και ελλειπτικά, φυματώδη, υαλώδη, κυανόφιλα βασιδιοσπόρια ((8,5 (10)-13,5 x 4-5,5 μm), ΛΚ1150: (10,6) 10,9 – 12,4 (13,7) × (3,8) 4 – 5,3 µm)). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: αδημοσίευτο αρχείο