Το σπάνιο, μη εδώδιμο Tarzetta gaillardiana (Boud.) Korf. & J.K.Rogers (od (Boudier 1902), , N1/120, Ha/T45, DF117, ΑΙ282 note, funghiitaliani.it, Manuel Alvarado 2014, Aurelio García 2010, Enrique Rubio 2000, Oluna & Adolf Ceska 2012) καρποφορεί όλο σχεδόν τον χρόνο σε πλούσια, αμμώδη εδάφη και παράγει μικρά, άμισχα ή στοιχειωδώς έμμισχα, αρχικά ημισφαιρικά και αργότερα κυπελλόμορφα ασκώματα (Ø Κ11791: 0,4-0,8 εκ.) με λείο, γκριζοκιτρινωπό υμένιο, ελαφρώς χνουδωτή, γκριζωπή γκριζοκίτρινη ή γκριζοκαφετιά εξωτερική επιφάνεια με μικρές, λευκές έως καφετιές φλύκταινες, οδοντωτή, ελαφρώς αυλακωτή, ελαφρώς ινώδη (σε πρώιμο στάδιο) περίμετρο,λιγοστή, εύθραυστη σάρκα, μυελώδες στρώμα ιστού δοχείου με περίπλοκη υφή (ανώτερο στρώμα) και στρογγυλά-γωνιώδη στοιχεία (κατώτερο στρώμα), εξωτερικό στρώμα δοχείου από πολυδιαφραγματικές, κυλινδρικές υφές, 8σπορους, κυλινδρικούς, πωμοφόρους, μη αμυλώδεις, μονόσειρους ασκούς (Κ11791: 316-338 × 12,5-16,6 µm) με πλευρικό πώμα και λεπτότερη βάση, λεπτές, κυλινδρικές, διχαλωτές στη βάση παραφύσεις (Ø 2,2-3 μm) με ελαφρώς διογκωμένη ή υποκωνική, (όχι διακλαδιζόμενη-λοβωτή) κορυφή (Ø Κ11791: 2,5-4,1 μm), με σποραδικές εκπτύξεις στο κατώτερο τμήμα και λεία, υαλώδη, ελλειπτικά έως ελαφρώς ατρακτόμορφα ασκοσπόρια (Κ11791: (18,2) 20,1-26 (28,1) × (9,65) 11-13,6 (13,85) µm), αρχικά με 2 σταγόνες.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Ασκομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)
Σημείωση: Τα δεδομένα της συλλογής (Κ11791) ταιριάζουν με αυτά της αυθεντικής περιγραφής (Boudier 1902), όχι όμως με αυτά των Pant & Tewari 1970.