Το κοσμοπολίτικο Physarum pezizoideum (Jungh.) Pavill. & Lagarde (LM418, Ukkola-Harkonen 1996, Stephenson S.L. 2003, Barbosa et al 2016, Liu-Chang 2013, academia.edu, ambmuggia.it, Oltra M.-Gracla E. 2009, mycodb.fr, discoverlife.org, IK/GM) καρποφορεί κοπαδιαστά σε νεκρά φύλλα, σάπιο ξύλο, φυτικά υπολείμματα, πευκοβελόνες ή παρασιτικό στο υμένιο βασιδιομυκήτων (ιδίως ειδών του γένους Auricularia αλλά και Tremella) και παράγει έμμισχα σποροκάρπια (↑2-4 χιλ.), με επίπεδο-δισκοειδές ή κυπελλόμορφο-λεκανόμορφο, όρθιο ή κεκλιμένο, λευκό ή λευκογκριζωπό σποράγγειο (Ø 0,8-1,5 χιλ., ↑0,2-0,4 χιλ.) με πιο χρωματιστή βάση, λεπτό, μεμβρανώδες, ακανόνιστα διαρρηγνυόμενο σε επίμονες νιφάδες πηρίδιο, καλυμμένο με παχύ στρώμα κόκκων ασβεστίου, μικρό, μερικές φορές δυσδιάκριτο, μεμβρανώδη, δισκοειδή, καφετή υπόθαλλο, κοκκινοκαφετί, ημιδιαφανές, αυλακωτό, στριφογυριστό, λεπτό πόδι (1-4 χιλ.) με λεπτότερη κορυφή, λευκογκριζωπό πλασμώδιο, χωρίς κιονίσκο, όρθιο, μερικές φορές σχεδόν μπανταμώδες ή τυπικά φυσαρώδες, διακλαδιζόμενο διάπλεγμα κόμης, που συνδέει τη βάση με την κορυφή, μερικές φορές πυκνό, με μικρούς, σποραδικούς, λευκούς, ατρακτόμορφους, ασβεστώδεις κόμβους και υαλώδη συνδετικά νήματα, μερικές φορές εξ ολοκλήρου από μάζα στοιχείων ασβεστίου, μάλλον βαθύχρωμα καφεβιολετιά, φυματώδη, ακανθώδη ή σχεδόν λεία σπόρια (Κ11574: 9,4-11,1 (11,25) µm) με ομάδες πιο βαθύχρωμων φυμάτων και βαθύχρωμη καφετιά σποριόμαζα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες - Myxomycetes (αδημοσίευτο αρχείο)