Το κοσμοπολίτικο, ένα από τα πλέον κοινά είδη του γένους, Didymium squamulosum (Alb. & Schwein.) Fr. (Fa109, ΒΙ339, MdE69, LM463, DM2-129, hiddenforest.co.nz, discoverlife.org, proshkolu.ru, Stephenson S.L. 2003, Eliasson-Lundqvist 2015, ME, ΖΑ, mycohellas.gr) καρποφορεί όλο τον χρόνο κοπαδιαστά κατά διάσπαρτα άτομα, σε φυτικά υπολείμματα, πεσμένα φύλλα, σπάνια σε σάπιο ξύλο, κοπριά φυτοφάγων ή σε ζωντανά μανιτάρια και παράγει ιδιαιτέρως ποικιλόμορφα μυξοκάρπια, ως έμμισχα ή μερικές φορές άμισχα, λευκά ή γκριζωπά σποροκάρπια (↑ -1,5 χιλ.) με σφαιρικό, υποσφαιρικό-πιεσμένο, βαθιά ομφαλόμορφο (στη βάση) σποράγγειο (Ø 0,3-1 χιλ.) ή ως κοντά πλασμωδιοκάρπια, με ρωμαλέο, παχύ, ασβεστώδες, συνήθως πτυχωτό, μερικές φορές σχεδόν λείο, λευκό, κρεμ, ωχρό ή πορτοκαλορόδινο, συνήθως ψηλό και σπανιότερα αφανές (κρυμμένο στον ομφαλό της βάσης του σποράγγειου) πόδι, δισκοειδή, μεμβρανώδη, λευκό ή υαλώδη υπόθαλλο, μεμβρανώδες, διαφανές, ελαφρώς ιριδίζον, λευκό, γκρίζο ή ρόδινο (σε πρώιμο στάδιο), συχνά πτυχωτό-ρυτιδωμένο πηρίδιο από το παχύ στρώμα των λευκών κρυστάλλων ασβεστίου, εμφανή, λευκό κιονίσκο με δισκοειδή ή ημισφαιρική κορυφή (στα έμμισχα σποροκάρπια) ή με μορφή γραμμής ή θόλου (στα πλασμωδιοκάρπια), ποικιλόμορφο διάπλεγμα κόμης από λεπτά ή παχιά, απλά ή διακλαδιζόμενα, μη σπειροειδή, ανοιχτόχρωμα ή βαθύχρωμα, σποραδικώς και ελαφρώς φυματώδη νήματα, μερικές φορές με εμφανείς διογκώσεις, υαλώδες, λευκό, κίτρινο ή ρόδινο πλασμώδιο, καφεβιολετιά, ελαφρώς ακανθώδη ή φυματώδη σπόρια (Κ9413: 8,6-10,5 μm, Κ11567: 9,2-11 (13,5) μm), Κ11601: 9,25-10,75 μm, Κ11691: 8,5-11 (11,75) μm), μερικές φορές με μικρές ομάδες από πιο σκούρα φύματα ή / και περιζωσμένα με λεπτό δακτύλιο και μαύρη σποριόμαζα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες - Myxomycetes (αδημοσίευτο αρχείο)