Το κοσμοπολίτικο, μυκητόφιλο Physarum utriculare (Bull.) Chevall. (=Badhamia utricularis (Bull) Berk) (ΒΙ230, LM396, gm) καρποφορεί κοπαδιαστά, σε μεγάλους σχηματισμούς συνωστιζόμενων ατόμων, σε φλοιό σάπιων κορμών, συνήθως σε σάπια καρποσώματα γεισόμορφων-δερματωδών (π.χ. Stereum hirsutum) ή στρωματοειδών (π.χ. Phlebia) μυκήτων και παράγει συνήθως έμμισχα, κρεμάμενα -μετά από 1-2 ημέρες- σποροκάρπια με σφαιρικό, ωοειδές, αχλαδόμορφο ή επίμηκες, κυανόγκριζο ή σταχτί σποράγγειο (Ø 0,5-1 χιλ.) με ιώδεις ιριδισμούς, μονό, μεμβρανώδες, αρχικά ιριδίζον, λείο ή δικτυωτό με μαρμαρυγίες από λεπτότατες λευκές φλέβες και αργότερα, μετά την διασπορά των σπορίων, υαλώδες-λευκό πηρίδιο, στενόμακρο, κιτρινοκρέμ ή ανοιχτόχρωμο καφετί ή καφεκοκκινωπό, διακλαδιζόμενο πόδι, λεπτό, θαμπό κοκκινωπό υπόθαλλο, λαμπερό κίτρινο πλασμώδιο, εύθραυστο διάπλεγμα κόμης από πολύ χαλαρό (LM) δίκτυο διακλαδιζόμενων, λευκών, λεπτών, επασβεστωμένων σωλήνων με ποικίλο πάχος, σφαιρικά, θαμπά, καφεβιολετιά, εντόνως ακανθώδη -φυματώδη σπόρια (K11558: (8,8) 9,5-13,1 (14,25) μm,) χαλαρά συγκεντρωμένα σε συστάδες των 7-10 σπορίων, που εύκολα διασκορπίζονται από την πίεση της καλυπτρίδας, και καφεμαυριδερή σποριόμαζα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες - Myxomycetes (αδημοσίευτο αρχείο)