Το μάλλον σπάνιο, μη εδώδιμο Cortinarius alboviolaceus (Pers.) Fr. (Sericeocybe) (ΒΚ5/248, Cor-Β1, FI945, C2/488, Μ8/734, I-184, JM1190, Cο1105, P130, Bο216, Mο385, AG82, first-nature.com, mushroomexpert.com, funghiitaliani.it, mycodb.fr, myko.cz) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο , μοναχικά ή κατά ομάδες, στο έδαφος, ανάμεσα σε βελόνες και φυλλάδα, σε δάση πλατυφύλλων και σπανιότερα κωνοφόρων και παράγει μικρά έως μεγάλα βασιδιώματα με ημισφαιρικό έως κυρτό- καμπανόμορφο ή υβώδες, ξερό, μεταξένιο, μη υγροφανές, ακτινωτά ινώδες, γυαλιστερό, ανοιχτόχρωμο κυανοβιολετί με θαμπούς ωχρούς τόνους -ιδίως στο κέντρο- καπέλο (Ø 2-6 (10) εκ.) με λευκό-ασημένιο πέπλο και προεξέχουσα, αρχικά εσωστρεφή περίμετρο, πυκνά, αρχικά αργιλογκριζωπά με ιώδεις τόνους και τελικά ωχροκαφετιά ή σκωριόχρωμα, μεροστυπικά ελάσματα με πιο ανοιχτόχρωμες, οξύληκτες ακμές, κουρτίνα από άφθονες, πρόσκαιρες, λευκωπές, μεταξένιες ίνες που βάφονται αργότερα καφετιές-σκωριόχρωμες από τα σπόρια, κυλινδρικό, ατρακτόμορφο ή ελαφρώς ροπαλόμορφο, ομοιόχρωμο με το καπέλο πόδι (5-13 x 0,5-2 εκ.) με λευκωπές ή ωχρωπές ζώνες, μερικές φορές με ριζώδη και μερικές φορές ελαφρώς χνουδωτή βάση, μάλλον μαλακή, λευκή σάρκα με βιολετιούς, ωχρούς ή καφετιούς τόνους, ανεπαίσθητη, αδύναμη, χορτώδη, φρουτώδη ή ραφανώδη οσμή, ήπια γεύση, πλατιά ελλειπτικά -αμυγδαλόμορφα, μη αμυλώδη, ωχροκιτρινοκαφετιά, ελαφρώς φυματώδη (σχεδόν λεία) βασιδιοσπόρια (β: 7,5-9,5 (10) x (4,5) 5-6 (7) μm, K10331: 7,2-9,1 x4,4-5,3 µm), καφετί-σκωριόχρωμο σποριοαποτύπωμα και νηματοειδή πιλοδερμίδα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο