Το μάλλον ασυνήθιστο Mycena galopus (Pers.) P. Kumm. (=Mycena fusconigra P.D. Orton, Mycena galopus f. ampelodesmae Kühner & Maire, Mycena galopus f. galopus (Pers.) P. Kumm., Mycena galopus f. gracilis J. Favre, Mycena galopus var. alba Rea, Mycena galopus var. candida J.E. Lange, Mycena galopus var. galopus (Pers.) P. Kumm., Mycena galopus var. leucogala (Cooke) J.E. Lange, Mycena galopus var. nigra Rea, Mycena leucogala (Cooke) Sacc) (BK3/339, C3/1005, JM940, D358, Jο175, Cο595, P70, Bο180, Bu81, Mο176, FN360, ως Mycena galopus var. alba: D359 και ως Mycena galopus var. nigra: BK3/346) καρποφορεί από νωρίς την άνοιξη έως νωρίς τον χειμώνα, κατά ομάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων, σε κλωναράκια, υπολείμματα ξύλου και πεσμένες βελόνες ή ανάμεσα σε βρύα και φυλλάδα και παράγει μικρά βασιδιώματα με κωνικό ή καμπανόμορφο, μερικές φορές με αμβλύ ύβο, θαμπό, αυλακωτό και γραμμωτό σχεδόν έως το κέντρο, συνήθως αργιλόχρωμο ή γκριζοκαφετί με πιο βαθύχρωμο κέντρο, μερικές φορές λευκωπό (πρώην Mycena galopus var. alba) ή μαυροκαφετί (πρώην Mycena galopus var. nigra) καπέλο (Ø 0,8-2 εκ.) με λευκή σκόνη στα νεαρά καρποσώματα (φαίνεται με μεγεθυντικό φακό), πιο ανοιχτόχρωμη, σχεδόν λευκωπή, λεία ή οδοντωτή περίμετρο, λεπτή, λευκή σάρκα, που στα νεαρά καρποσώματα, αν κοπεί, εκκρίνει λευκό, γαλακτώδη χυμό που δεν καφετίζει, ελαφρώς ραφανώδη οσμή, ήπια, ραφανώδη, χορτώδη γεύση, λευκά ή γκριζολευκωπά, πλατιά, μεροστυπικά ελάσματα με χνουδωτές ακμές, κυλινδρικό, κούφιο και ελαστικό, λείο, θαμπό, μερικές φορες (πρώην Mycena galopus var. alba) ολόλευκο πόδι (5-8 x 0,1-0,2 εκ.), συνήθως με πιο χοντρή και ριζώδη βάση, λευκωπή ή κρεμ κορυφή, γκριζοκαφετιά ή κοκκινοκαφετιά στη βάση, συχνά με λευκές αγκαθωτές ίνες κυλινδρικά, ελλειπτικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια (ΛΚ952:(8,8) 9,4 - 11(12,8) x (5,2) 5,6 – 6,8 (7,9) µm) με σταγόνες και λευκοκρέμ σποριοαποτύπωμα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: (αδημοσίευτο αρχείο)