Το μεσογειακό Cortinarius mahiquesii Vila, A. Ortega & Suár.-Sant. (Persoonia 21, 2008: 153–157) καρποφορεί χειμώνα, σε όξινα εδάφη, ανάμεσα σε κίστους (Cistus) και παράγει μεμονωμένα ή ομαδικά, μικρά έως μέτρια ημιυπόγεια βασιδιώματα, με κυρτό, ημισφαιρικό, αργότερα επιπεδόκυρτο με ελαφρύ βαθούλωμα στο κέντρο, γαλαζωπά, κυρίως στην περίμετρο και στα θαμμένα, αργότερα γκριζωπά, γαλαζωπά- γκρι ή καφέ- γκρι, με λαδί ανταύγειες στην ωριμότητα, έντονα κιτρινωπό, καφέ κιτρινωπό, κολλώδες μετά ξηρό, με χωμάτινα σωματίδια, έντονα ινώδες, κυρίως στην ευθεία, εσωστρεμμένη και μετά κυματιστή περίμετρο, καπέλο (έως 4 εκ. διάμ.), πυκνά, λεπτά, ολοστυπικά, οδοντωτά, μερικές φορές διχαλωτά, γαλαζωπά, γκρι- μπεζ, γκρι- καφέ, με ελαφρά ανώμαλες ανοιχτότερες ακμές και με άφθονες λαμελούλες, ελάσματα, κοντόχοντρο, μικρότερο από τη διάμετρο του καπέλου, βολβώδες, πόδι (3x 1,1 εκ.), αποτύπωμα σπορίων κοκκινωπό, έντονα δεξτρινώδη, αμυγδαλόμορφα, υπολεμονόμορφα έως λεμονόμορφα, στικτά με πυκνά ενωμένα φύματα, βασιδιοσπόρια ((9,8-12 × 5- 6(6,4) μm), (ΛΚ330:(8 8,6- 10,8 x 4,8- 5,7 µm)) κυλινδρικά έως ροπαλόμορφα, 4σπορα βασίδια (25-35x 7,5-10 μm), άφθονα κυλινδρικά, ροπαλόμορφα, υποασκόμορφα, υποαχλαδόμορφα κυστίδια (20-25x 6,5-9,5μm) και πιλοδερμίδα με ελικοειδή ή ευθεία ακραία στοιχεία, με διαφράγματα κα με κοκκώδη γκριζωπή χρωστική. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: (αδημοσίευτο αρχείο)