Το ασυνήθιστο, μη εδώδιμο Ramaria subbotrytis (Cοcer) Cοrner (C2/777, D1032, S48, J112, SSW48, guiahongosnavarra, mycocharentes.fr, mycoquebec.org, 123pilze.de, asturnatura.com, funghiitaliani.it, ambmuggia.it, bighunter.it, mycodb.fr, fichasmicologicas.com) καρποφορεί συνήθως μοναχικά, από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, στο έδαφος, σε δάση ως επί το πλείστον πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς, καστανιάς) και παράγει μέτρια έως μεγάλα, κοραλλόμορφα, πολυδιακλαδιζόμενα βασιδιώματα (Ø 3-7 (10) εκ., ↑ 5-9 (10) εκ.) με ρωμαλέο, σαρκώδη, μαλακό, ελαστικό, λευκό ή (πρώην Ramaria subbotrytis f. flavipes) κιτρινωπό κορμό (2-3,5 x 1-1,5 (4) εκ.) και στενότερους, ±στρογγυλεμένους, πολυδιακλαδιζόμενους, λείους ή ελαφρώς τραχείς, αρχικά ρόδινους, κοραλλόχρωμους, ροδοκόκκινους, πορτοκαλορόδινους και αργότερα σολομόχρωμους, κιτρινορόδινους ή ωχροκρέμ κλώνους (0,5-1,2 εκ.) με 2-3 λεπτές, οδοντωτές, εύθραυστες κορυφές που σχηματίζουν γωνίες σε σχήμα V ή U, ξεθωριάζουν σταδιακά σε λευκορόδινες και πρασινίζουν με FeSO4, συνεκτική, λευκωπή σάρκα με ήπια γεύση στον κορμό, σολομόχρωμη, ροδοκόκκινη στις κορυφές των κλώνων με υπόπικρη γεύση, ελλειπτικά-κυλινδρικά, ευκρινώς φυματώδη βασιδιοσπόρια (Κ3824: (7) 8-10 (12) x 3-4 (4,5) μm, Κ11130: 7,5-10.35 (11,85) x (2,6) 3-4 (4,3) μm) με φύματα που σχηματίζουν διακεκομμένες κορυφογραμμές, 4σπορα, κυλινδρικά-ροπαλόμορφα βασίδια χωρίς βασικό κρίκο, μονομιτικό σύστημα υφών με παράλληλες, διαφραγματικές, άκρικες υφές τράματος και ωχρορόδινο σποριοαποτύπωμα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Cantharelloid-Hydnoid- Clavarioid – Κανθαροειδή-Υδνοειδή-Κλαβαριοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)