Το μάλλον συνηθισμένο Cortinarius largus Fr. (Phlegmacium) (=Cortinarius largus var. crucius Bidaud, Moënne-Locc. & Reumaux, Cortinarius largus var. rubrozonatus Bidaud, Moënne-Locc. & Reumaux, Cortinarius lividoviolaceus Rob. Henry και κατά K. Liimatainen et al. 2014=Cortinarius cephalixolargus Rob. Henry, Bull, Cortinarius clarus Reumaux, Cortinarius claviceps Reumaux, Cortinarius congeminus Moënne-Locc. & Reumaux, Cortinarius cupreoviolaceus Bidaud & Reumaux, Cortinarius largusiellus Reumaux, Cortinarius lilacinicolor Reumaux, Cortinarius lintrisporus Reumaux, Cortinarius lividoviolaceus Rob. Henry, Cortinarius occultus Moënne-Locc. & Reumaux, Cortinarius patibilis var. scoticus Brandrud, Cortinarius paracrassus Reumaux, Cortinarius paracyanopus Moënne-Locc. & Reumaux, Cortinarius subspadiceus Reumaux) (M7/683, ΒΚ5/215, C3/939, Κ3-444, Cor-b-77, FI-871, JM1184, D748, Cο1161, P128, Bο208, Bu131, Mο374, ΑG90, mycodb.fr, 123pilze.de, mycocharentes.fr, myko.cz, mycoquebec.org, funghiitaliani.it, lavalledelmetauro.it και ως Cortinarius lividoviolaceus: Cor-Ε-101 και ως Cortinarius subspadiceus Reumaux: Cor-Β-165) καρποφορεί από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο, μοναχικά ή κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων, (συνηθέστερα κάτω από οξιές, αλλά και δρυς, καστανιές, φουντουκιές κ.ά.) ή (πρώην Cortinarius subspadiceus) κωνοφόρων (ελάτης, ερυθρελάτης), ιδιαίτερα σε ασβεστώδη εδάφη και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με ημισφαιρικό, κυρτό έως επιπεδόκυρτο, σαρκώδες, ελαφρώς γλοιώδες και γυαλιστερό, λείο, αρχικά ιώδες ή γκριζωπό-ιώδες, μερικές φορές (πρώην Cortinarius subspadiceus) μονόχρωμο ωχροκαφεκοκκινωπό, και αργότερα πιο ξηρό και ξεθωριασμένο καπέλο (Ø 3-8 (14) εκ.) με αργιλόωχρους, δερματόχρωμους, ωχροκιτρινωπούς ή ωχροκαφετιούς τόνους, ιδιαίτερα στο κέντρο, με ενσωματωμένες, ακτινωτά διατεταγμένες ίνες στην περιφέρεια της επιδερμίδας, που ξεφλουδίζεται σχεδόν ολόκληρη, ελαφρώς προεξέχουσα, αρχικά εσωστρεφή, κανονική, λεπτή, αδιαφανή περίμετρο, αρκετά πυκνά, πλατιά, λεπτά, ιώδη, γκριζοβιολετιά έως κανελιά ή σκωριόχρωμα, ολοστυπικά, ελάσματα με ομοιόχρωμες, οξύληκτες και -μερικές φορές- οδοντωτές ακμές, ρωμαλέο, ροπαλόμορφο έως κυλινδρικό, συμπαγές, συνεκτικό, ινώδες-γραμμωτό κατά μήκος, ξηρό, ιώδες-λευκωπό πόδι (4,5-10 x 1-2 εκ.) με παχνώδη κορυφή και διογκωμένη βάση (- 3,5 εκ.), κουρτίνα από άφθονες αλλά πρόσκαιρες, λευκές ή ιώδεις ίνες, που βάφονται αργότερα καφετιές-σκωριόχρωμες από τα σπόρια και αφήνουν ζώνη υπολειμμάτων τους στο ανώτερο τμήμα του ποδιού, παχιά, συμπαγής και συνεκτική αρχικά, πιο μαλακή αργότερα, λευκωπή σάρκα (κιτρινίζει ελαφρώς ή καθόλου με ΚΟΗ), με ιώδεις περιοχές, αδύναμη οσμή, μερικές φορές ευχάριστη φρούτου, ήπια γεύση, ελαφρώς έως μετρίως στικτά, ωχροκιτρινοκαφετιά ελλειπτικά-αμυγδαλόμορφα, βασιδιοσπόρια (Κ8892: 10,15-11,6 (12,7) x 5,3-6 (6,15) µm) με μύτη, καφετί-σκωριόχρωμο σποριοαποτύπωμα, 4σπορα, κυλλινδρικά-ροπαλόμορφα βασίδια και πιλοδερμίδα με νηματοειδείς, συνήθως κρικοφόρες υφές.
Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: To είδος το ταυτοποίησα και το παρουσίασα αρχικά (2017) ως Cortinarius daulnoyae. Επειδή ωστόσο η οσμή δεν συμφωνούσε με τα δεδομένα της βιβλιογραφίας, έστειλα το δείγμα στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών για μοριακή εξέταση, που έδειξε Cortinarius largus.