Το συνηθισμένο Comatricha nigra (Pers.) J. Schröt. (ΒI169, LM526, C4/1684, SS97, discoverlife.org, hiddenforest.co.nz, manitari.gr) καρποφορεί σε σάπιο ξύλο, φλοιό ή ξυλεία κατασκευών, σπανίως μοναχικά, κατά ομάδες από διάσπαρτα ή σχετικώς συναθροιζόμενα, μερικές φορές σε γραμμές, πάρα πολύ μικρά σποροκάρπια (2-9 χιλ. ύψος), με βαθύχρωμο καφετί, μαυριδερό ή σκωριόχρωμο, -συνήθως- σφαιρικό (Ø 0,4-1 χιλ.), ωοειδές (-1,6 χιλ. ύψος και Ø -0,6 χιλ.), σπανίως κοντό κυλινδρικό σποράγγειο με εξαιρετικά πρόσκαιρο πηρίδιο, που εξαφανίζεται πλήρως, ψηλό, μαύρο, καλά αναπτυγμένο πόδι με πλατύτερη, ινώδη βάση, λεπτότατο κιονίσκο που εκτείνεται συνήθως έως το κέντρο ή έως σχεδόν την κορυφή του σποράγγειου, στοιχειώδη, κόκκινο υπόθαλλο, αρχικά διαφανές και αργότερα λευκό πλασμώδιο, πυκνό, επίμονα προσκολλημένο στον κιονίσκο διάπλεγμα κόμης από κοκκινοκαφετιά, διακλαδιζόμενα, αναστομούμενα ελαστικά νήματα που σχηματίζουν εσωτερικό, ελαστικό, πλήρες ή ατελές δίχτυ με ακανθώδεις κλώνους ή με μερικά ελεύθερα άκρα, υποσφαιρικά, ελαφρώς φυματώδη, ανοιχτόχρωμα ή μετρίως βαθύχρωμα καφεβιολετιά σπόρια (Κ4595: 9,05 10 x 8,65-9,55 μm, Κ9753: 8,6 10,35 x 8,3-9,6 μm, Κ10620: 8,8 10,1 x 8,1-9,55 μm) με εμφανή βλαστητικό πόρο και βαθύχρωμη καφετιά έως καφεμαυριδερή σποριόμαζα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες - Myxomycetes (αδημοσίευτο αρχείο)