Το Cortinarius bulbosovolvatus Rob. Henry & Contu (MYCOTAXON, Volume 101, pp. 137–147 July–September 2007) καρποφορεί φθινόπωρο συνήθως ομαδικά από συναθροιζόμενα βασιδιώματα, σε χαλικώδη εδάφη, κάτω από κίστους (Cistus) και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με λείο, γυαλιστερό, υγροφανές, σαρκώδες, αρχικά ημισφαιρικό, αργότερα ακανόνιστα επίπεδο, σπάνια με ύβο, κιτρινοκαφέ, σκούρο καφέ, με σκουρότερο κέντρο σε υγρό καιρό, ωχρωπό σε ξηρασία, με ραβδωτή διάφανη περίμετρο, καπέλο ((1,3)3-4,5(5) εκ. διάμ.), παχιά, αραιά, ολοστυπικά, κατερχόμενα, καφεκαστανά, σπανίως οδοντωτά ελάσματα, ινώδες, μεταξένιο, με λευκωπή κορυφή, καφετί, με καφετί κουρτίνα στη μέση, με εμφανή μεμβρανώδη λευκή βόλβα στη βάση, πόδι (4-7 x 0,7-1 εκ.), υπόλευκη έως γκρι καφέ, εύθραυστη σάρκα, όξινη γεύση, 4-σπορα βασίδια (29-36× 7,2μm) και ελλειπτικά, αβγόμορφα, αμυγδαλόμορφα, με ράμφος, βασιδιοσπόρια (β:(8) 9-10(11) x (4,8) 5,5-6 (6,8) μm), ΛΚ152: 8 - 10 (10,7) x (5) 5,7 - 6.3 (6.9) µm. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο).