Panaeolus ater (J.E. Lange) Kühner & Romagn.
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Panaeolus ater (J.E. Lange) Kühner & Romagn.
Το Panaeolus ater (J.E. Lange) Kühner & Romagn. * (=Panaeolus fimicola var. ater J.E. Lange) (BK4/309, C6/2215, Cο1337, P182, Mο268, ΑG124, FΙ-738, ΑG124, mushroomexpert.com, rogersmushrooms.com, israbat.ac.ma, mycocharentes.fr, G.M.Ola’h (mushroomexpert.com) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, συνήθως κοπαδιαστά, σε γρασίδι, κοπρισμένα εδάφη ή κοπριά αλόγου και παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με ημισφαιρικό έως κυρτό, λείο, μεταξένιο, μη υγροφανές, κοκκινοκαφετί έως μαυριδερό (υγρό) ή καφετί (στεγνό) καπέλο (1-3 (4) εκ. Ø) με λεία περίμετρο, στικτά, καφετιά έως καφεμαυριδερά ελάσματα με λευκωπές, ινώδεις ακμές, κυλινδρικό, εύθραυστο, κοκκινοκαφετί πόδι (2,5-5 x 0,2-0,3 εκ.) με λευκωπές ίνες, καφετιά, λεπτή σάρκα, ήπια γεύση, απροσδιόριστη οσμή, ελλειπτικά-λεμονόμορφα, λεία, βαθύχρωμα κοκκινοκαφετιά, παχύτοιχα βασιδιοσπόρια (ΛΚ1045:(9,8) 10,5 – 13,4 (14,7) x (6,5) 6.7 – 7,9 (8,7) µm) με βλαστητικό -μερικές φορές έκκεντρο- πόρο, μαύρο σποριοαποτύπωμα, 4-σπορα, ροπαλόμορφα βασίδια μερικά με κρίκο στη βάση, πολυμορφικά χειλοκυστίδια και υποσφαιρικά ή αχλαδόμορφα στοιχεία πιλοδερμίδας ανακατεμένα με λαγηνόμορφα πιλοκυστίδια. * Κατά τους Ewald Gerhardt (FN648) και Krieglsteiner (1991 a) είναι συνώνυμο του Panaeolus fimicola (Pers.) Gillet. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: αδημοσίευτο αρχείο