Το μάλλον συνηθισμένο, μη εδώδιμο Tricholoma sejunctum (Sowerby) Quél. (=Tricholoma coryphaeum (Fr.) Gillet, Tricholoma sejunctum f. albidum Bon ex Contu, Tricholoma sejunctum f. pallidum Bon, Tricholoma sejunctum var. arvernense Bon, Tricholoma sejunctum var. coniferarum Bon, Tricholoma sejunctum var. coryphaeum (Fr.) A. Pearson & Dennis, Tricholoma sejunctum var. fagetorum Bon & Boutev., Tricholoma sejunctum var. friesii L. Krieg., Tricholoma sejunctum var. leucoxantha Secr. ex Sacc., Tricholoma sejunctum var. rubroscabrum L. Krieg., Tricholoma sejunctum var. squamuliferum Pilát, Tricholoma sejunctum var. subdulce Maire) (BK3/433, C1/128, JM1054, Μ9/867, D245 & 246, Jo192, Co370, P34, Bo156, Mo126, Κ5-190, manitari.gr, ως Tricholoma sejunctum var. coniferarum: Μ9/868, ως Tricholoma sejunctum var. fagetorum: Co371 και ως Tricholoma sejunctum var. squamuliferum: Co371) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, συνήθως κατά μικρές ομάδες, σε δάση πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς ή (πρώην Tricholoma sejunctum var. fagetorum) φουντουκιάς και γαύρου) και κωνοφόρων (κυρίως πεύκου ή (πρώην Tricholoma sejunctum var. squamuliferum) ερυθρελάτης) και παράγει μεγάλα βασιδιώματα με αμβλύ κωνικό, κυρτό ή σχεδόν επίπεδο και κυματιστό, μερικές φορές αμβλύ -ποτέ οξύ- ύβο, ελαφρώς κολλώδες, λείο ή (πρώην Tricholoma sejunctum var. squamuliferum) λεπιδωτό, κίτρινο, κιτρινοπρασινωπό ή λαδοκίτρινο, καπέλο (διάμ. 3-12 εκ.) με λαδοκαφετιές -ποτέ γκριζόμαυρες-, ακτινωτά διατεταγμένες ίνες, κίτρινη περίμετρο, λευκό πόδι (5-14 x 1-3 εκ.) με κιτρινωπή ή (πρώην Tricholoma sejunctum var. coniferarum) ροδοκόκκινη βάση, λευκωπά ή με κιτρινωπούς τόνους ελάσματα (60-65), φρουτώδη ή αλευρώδη μυρωδιά, ανάλογη, πικρή συνήθως γεύση και πλατιά ελλειπτικά βασιδιοσπόρια (5-7,5 (8,5) x 4-6,5 (7) μm).
Πηγή. Βασιδιομύκητες, αδημοσίευτο αρχείο Γιώργου Κωνσταντινίδη.