Το μη εδώδιμο Cortinarius anomalus (Fr.) Fr. (FN732, ΒΚ5/249, FI937, C2/491, Μ8/745, JM1192, D776, I-187, Jο268, Cο1109, Bο216, Mο388, Κ3-428, funghiitaliani.it, amfb.eu, mushroomexpert.com, mycobg.com, mycoquebec.org, mycodb.fr) καρποφορεί από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο μοναχικά ή κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων ή κωνοφόρων και παράγει μέτρια, λεπτοκαμωμένα, αρκετά σαρκώδη βασιδιώματα με ημισφαιρικό-κυρτό ή μερικές φορές υβώδες,θαμπό, ξερό, μεταξένιο, αμυδρώς ινώδες-χνουδωτό, μη υγροφανές, μερικές φορές με υγροφανή ζώνη ή διάχυτες γραμμώσεις, αρχικά γκριζοωχροκαφετί και σύντομα γκριζοκιτρινωπό, αργιλογκριζωπό, δερματόχρωμο, λευκογκριζωπό ή (πρώην Cortinarius azureus) κυανόγκριζο καπέλο (Ø 2-6 (8) εκ.) με κυανοβιολετιά, αρχικά εσωστρεφή και μερικές φορές με κοκκώδη περίμετρο, πυκνά, αρχικά ιώδη και τελικά κανελιά-καφετιά ελάσματα, λεπτοκαμωμένο, κυλινδρικό ή ελαφρώς ροπαλόμορφο, μερικές φορές κυρτό ή ελικοειδές, εύθραυστο, γυαλιστερό, μεταξένιο, ινώδες, λευκωπό-ασημένιο έως κιτρινωπό πόδι (3-12 x 0,3-1 εκ.) με γκριζοκυανοβιολετιά κορυφή, αργιλόωχρο κατώτερο τμήμα, με στενές, κιτρινοωχρωπές ζώνες, υγροφανή, λευκή, νερουλή-γκριζωπή ή κυανοβιολετιά σάρκα, αδύναμη, δυσάρεστη υπόγλυκη, ευκρινή ή αδύναμη ραφανώδη οσμή και υποσφαιρικά ή πλατιά ελλειπτικά , μετρίως φυματώδη βασιδιοσπόρια (Κ7602: (7,1) 7,5-9,3 (9,55) x (5,3) 5,85-7,3 (7,5) µm, Κ10423: 7,2-10,2 x 6,2-7,85 µm ), καφετί-σκωριόχρωμο σποριοαποτύπωμα και νηματοειδή πιλοδερμίδα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο